ἐπίλειψις: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίλειψις:''' -εως, ἡ, [[ανεπάρκεια]], [[έλλειψη]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐπίλειψις:''' -εως, ἡ, [[ανεπάρκεια]], [[έλλειψη]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίλειψις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> убыль, исчезновение (ὀρνίθων Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> недостаток, отсутствие (τῆς δυνάμεως Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A deficiency, lack, ὀρνίθων Th.2.50; τῆς δυνάμεως Plu.2.695d; τελῶν CIG2695b (Mylasa).
German (Pape)
[Seite 957] ἡ, Mangel, Ausbleiben, ὀρνίθων Thuc. 2, 50; τῆς δυνάμεως Plut. Symp. 6, 8, 6.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
manque, défaut de.
Étymologie: ἐπιλείπω.
Greek Monolingual
ἐπίλειψις, ἡ (Α) επιλείπω
έλλειψη, εξαφάνιση («ὀρνίθων ἐπίλειψις ἐγένετο» — χάθηκαν τα πουλιά που τρώγουν πτώματα, Θουκ.).
Greek Monotonic
ἐπίλειψις: -εως, ἡ, ανεπάρκεια, έλλειψη, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίλειψις: εως ἡ1) убыль, исчезновение (ὀρνίθων Thuc.);
2) недостаток, отсутствие (τῆς δυνάμεως Plut.).