εὐκάματος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐκάμᾰτος:''' -ον, αυτός που αποκτιέται με εύκολο τρόπο, [[εύκολος]], σε Ευρ.· <i>εὐκ. ἔργα</i>, καλοδουλεμένα έργα, σε Ανθ.· εὐκ. [[στέφανος]], [[στεφάνι]] που αποκτήθηκε με ευγενή μόχθο, αγώνα, στον ίδ.
|lsmtext='''εὐκάμᾰτος:''' -ον, αυτός που αποκτιέται με εύκολο τρόπο, [[εύκολος]], σε Ευρ.· <i>εὐκ. ἔργα</i>, καλοδουλεμένα έργα, σε Ανθ.· εὐκ. [[στέφανος]], [[στεφάνι]] που αποκτήθηκε με ευγενή μόχθο, αγώνα, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐκάμᾰτος:''' <b class="num">1)</b> легкий, приятный ([[κάματος]] Eur., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> блистательный, славный (ἔργα Anth.).
}}
}}

Revision as of 21:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκάμᾰτος Medium diacritics: εὐκάματος Low diacritics: ευκάματος Capitals: ΕΥΚΑΜΑΤΟΣ
Transliteration A: eukámatos Transliteration B: eukamatos Transliteration C: efkamatos Beta Code: eu)ka/matos

English (LSJ)

[κᾰ], ον,

   A of easy labour, easy, κάματος E.Ba.66 (lyr.).    2 εὐ. στέφανοι crowns won by noble toils, APl.4.335.    3 easily enduring fatigue, Philostr. Gym.42.    4 laborious, ἄγρη Nonn.D.5.483; caused by toil, ἱδρῶτες Id.25.28.

German (Pape)

[Seite 1073] κάματος, gute leichte Arbeit, Eur. Bacch. 66; ἔργα, gute Thaten, Epigr. (I, 10); στέφανοι, durch gute Anstrengung erworben, Epigr. in athl. stat. 1 (Plan. 335), u. öfter bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκάμᾰτος: -ον, εὔκολος, κόπος, εὔκολος, πόνον ἡδὺν κάματόν τ’ εὐκάματον Εὐρ. Βάκχ. 66· εὐκ. ἔργα, καλῶς εἰργασμένα ἔργα, Ἀνθ. Π. 1. 10· εὐκ. στέφανος, στέφανος κτηθεὶς δι’ εὐγενῶν ἀγώνων, Ἀνθ. Πλαν. 4. 335.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aisé, d’un travail facile.
Étymologie: εὖ, κάματος.

Greek Monolingual

εὐκάματος, -ον (ΑΜ)
αρχ.-μσν.
1. ο κατασκευασμένος με κόπο
2. φιλόπονος, εργατικός, δραστήριος
αρχ.
1. αυτός που απαιτεί λίγο κόπο, ο εύκολος
2. αυτός που υπομένει τους κόπους εύκολα
3. φρ. «εὐκάματοι στέφανοι» — οι στέφανοι που κερδίζονται με ευγενείς αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κάματος «κόπος, αγώνας»].

Greek Monotonic

εὐκάμᾰτος: -ον, αυτός που αποκτιέται με εύκολο τρόπο, εύκολος, σε Ευρ.· εὐκ. ἔργα, καλοδουλεμένα έργα, σε Ανθ.· εὐκ. στέφανος, στεφάνι που αποκτήθηκε με ευγενή μόχθο, αγώνα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐκάμᾰτος: 1) легкий, приятный (κάματος Eur., Plut.);
2) блистательный, славный (ἔργα Anth.).