ζῴδιον: Difference between revisions
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(nl) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=ζῴδιον -ου, τό, demin. van ζῷον, beeldje, figuurtje. | |elnltext=ζῴδιον -ου, τό, demin. van ζῷον, beeldje, figuurtje. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζῴδιον:''' τό [стяж. из [[ζωΐδιον]], demin. к [[ζῷον]]<br /><b class="num">1)</b> фигурка, изображение животного (γλύφεσθαι ζῴδια Arst.; ζ. ἀργυροῦν Plut.): κρητῆρα ζῳδίων πιμπλάναι Her. покрыть чашу изображениями животных;<br /><b class="num">2)</b> pl. знаки зодиака ([[δώδεκα]] ζῳδίων χῶραι Arst.): τῶν ζῳδίων [[κύκλος]] Arst. зодиак. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of
A ζῷον 11, small figure, painted or carved, Hdt. 1.70, IG12.374.288, 11(2).161 B74 (Delos, iii B.C.), Plu.2.673f; statuette, OGI717.6 (Egypt, iii A.D.); of large figures, ζ. πηχῶν ἑκκαίδεκα D.S.1.47. II Astron., sign of the Zodiac, διὰ μέσων τῶν ζ. Arist.Metaph.1073b20; ὁ κύκλος ὁ τῶν ζ. Id.Mete.343a24, cf. Plb.9.15. 7, Zeno Stoic.1.34, Hipparch.2.1.3, al., Gem.1.3, Autol.1.10, etc.:— also ζωΐδιον, τό, Arat.544, Man.1.309, al.
German (Pape)
[Seite 1142] dim. von ζῷον, Thierchen, Bildchen; Her. 1, 70; Paus. 3, 15, 11; auch von großen Thierbildern, D. Sic. 1, 47. – Bes. die Bilder des Thierkreises, Arist. mund. 2; Ath. XII, 536 f.
Greek (Liddell-Scott)
ζῴδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ζῷον (ΙΙ), μικρὰ εἰκὼν ἐζωγραφημένη ἢ γεγλυμμένη, Ἡρόδ. 1. 70, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 36, Πλούτ. 2. 673F ἐπὶ μεγάλων εἰκόνων, Διόδ. 1. 47. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ σημεῖα τοῦ Ζῳδιακοῦ κύκλου, διὰ μέσων τῶν ζ. Ἀριστ. Μεταφ. 11. 8, 9 κἑξ., πρβλ. Κόσμ. 2, 7, καὶ ἴδε ζῳδιακός, ζῳοφόρος.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
figurine ; τὰ ζῴδια les signes du zodiaque.
Étymologie: contract. de *ζωΐδιον.
Spanish
Greek Monotonic
ζῴδιον: τό,
I. υποκορ. του ζῷον II, μικρή εικόνα, ζωγραφισμένη ή ανάγλυφη, σε Ηρόδ.
II. στον πληθ., τα ζώδια του Ζωδιακού κύκλου, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζῴδιον -ου, τό, demin. van ζῷον, beeldje, figuurtje.
Russian (Dvoretsky)
ζῴδιον: τό [стяж. из ζωΐδιον, demin. к ζῷον
1) фигурка, изображение животного (γλύφεσθαι ζῴδια Arst.; ζ. ἀργυροῦν Plut.): κρητῆρα ζῳδίων πιμπλάναι Her. покрыть чашу изображениями животных;
2) pl. знаки зодиака (δώδεκα ζῳδίων χῶραι Arst.): τῶν ζῳδίων κύκλος Arst. зодиак.