θηγάνη: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θηγάνη:''' [ᾰ], ἡ, [[ακονόπετρα]], σε Αισχύλ., Σοφ.· μεταφ., <i>αἱματηρὰς θηγάνας</i>, παροτρύνσεις, κίνητρα, εναύσματα προς [[αιματοχυσία]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''θηγάνη:''' [ᾰ], ἡ, [[ακονόπετρα]], σε Αισχύλ., Σοφ.· μεταφ., <i>αἱματηρὰς θηγάνας</i>, παροτρύνσεις, κίνητρα, εναύσματα προς [[αιματοχυσία]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θηγάνη:''' (ᾰ) ἡ<b class="num">1)</b> точильный камень, оселок: ὁ σφαγεὺς θηγάνῃ [[νεηκονής]] Soph. убийца-меч, только что отточенный о камень;<br /><b class="num">2)</b> побудительное начало, возбудитель: [[βαλεῖν]] αἱματηρὰς θηγάνας Aesch. разжечь кровавые распри; λάλης θ. Luc. развязывание языков.
}}
}}

Revision as of 21:49, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηγάνη Medium diacritics: θηγάνη Low diacritics: θηγάνη Capitals: ΘΗΓΑΝΗ
Transliteration A: thēgánē Transliteration B: thēganē Transliteration C: thigani Beta Code: qhga/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A whetstone, A.Ag.1536 (lyr.), S.Aj.820: metaph., αἱματηρὰς θηγάνας incentives to bloodshed, A.Eu.859; θ. λάλης Luc. Lex.14:—also θήγανον, τό, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1206] ἡ, der Wetzstein; Aesch. Ag. 1518; σιδηροβρῶτι θηγάνῃ νεηκονὴς σφαγεύς Soph. Ai. 807; übertr., Aufreizung, σὺ δ' ἐν τόποισι τοῖς ἐμοῖς μὴ βάλῃς μήθ' αἱματηρὰς θηγάνας Aesch. Eum. 821; Luc. Lexiph. 14 τὸ γὰρ ἐρεσχελεῖν ἀλλήλους συχνάκις λάλης θηγάνη γίγνεται.

Greek (Liddell-Scott)

θηγάνη: ἡ, ἀκόνη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1536, Σοφ. Αἴ. 820: μεταφ., αἱματηρὰς θηγάνας, παροτρύνσεις εἰς αἱματοχυσίαν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 859· θ. λάλης Λουκ. Λεξιφ. 14. ― ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει καὶ θήγανον, τό.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 pierre à aiguiser;
2 aiguillon.
Étymologie: θήγω.

Greek Monolingual

θηγάνη, ἡ (Α) θήγω
1. το ακόνι
2. παροξυσμός, ερεθισμός.

Greek Monotonic

θηγάνη: [ᾰ], ἡ, ακονόπετρα, σε Αισχύλ., Σοφ.· μεταφ., αἱματηρὰς θηγάνας, παροτρύνσεις, κίνητρα, εναύσματα προς αιματοχυσία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θηγάνη: (ᾰ) ἡ1) точильный камень, оселок: ὁ σφαγεὺς θηγάνῃ νεηκονής Soph. убийца-меч, только что отточенный о камень;
2) побудительное начало, возбудитель: βαλεῖν αἱματηρὰς θηγάνας Aesch. разжечь кровавые распри; λάλης θ. Luc. развязывание языков.