θηριόβρωτος: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(17)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηριόβρωτος]], -ον (Α)<br />κατασπαραγμένος, καταφαγωμένος από άγρια θηρία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>βι</i>-<i>βρώ</i>-<i>σκω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλί</i>-<i>βρωτος</i>, <i>εύ</i>-<i>βρωτος</i>].
|mltxt=[[θηριόβρωτος]], -ον (Α)<br />κατασπαραγμένος, καταφαγωμένος από άγρια θηρία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>βι</i>-<i>βρώ</i>-<i>σκω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλί</i>-<i>βρωτος</i>, <i>εύ</i>-<i>βρωτος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''θηριόβρωτος:''' съеденный дикими животными ([[ἄνδρες]] Diod.).
}}
}}

Revision as of 21:51, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηριόβρωτος Medium diacritics: θηριόβρωτος Low diacritics: θηριόβρωτος Capitals: ΘΗΡΙΟΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: thērióbrōtos Transliteration B: thēriobrōtos Transliteration C: thiriovrotos Beta Code: qhrio/brwtos

English (LSJ)

ον,= θηρόβορος, D.S.18.36.

German (Pape)

[Seite 1209] von Thieren verzehrt, D. Sic. 18, 36.

Greek (Liddell-Scott)

θηριόβρωτος: -ον, = θηρόβορος, Διόδ. 18. 36· χιτὼν Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 263, καὶ οὐσιαστ. θηριοβρωσία, ἡ, Θ. Στουδ. Cod. Goisl. 94, tol. 272 vo.

Greek Monolingual

θηριόβρωτος, -ον (Α)
κατασπαραγμένος, καταφαγωμένος από άγρια θηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -βρωτος (< βι-βρώ-σκω), πρβλ. αλί-βρωτος, εύ-βρωτος].

Russian (Dvoretsky)

θηριόβρωτος: съеденный дикими животными (ἄνδρες Diod.).