καλλώπισμα: Difference between revisions
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
(nl) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καλλώπισμα -ατος, τό [καλλωπίζω] versiering, ornament:; χρυσᾶ καλλωπίσματα gouden ornamenten Plut. Lyc. 9.5; overdr.: τὰ καλλωπίσματα de schone schijn Plat. Grg. 492c; ἕν γάρ τι καὶ τοῦτο τῶν ἄλλων καλλωπισμάτων αὐταῖς δοκει want ook dat vinden zij (de vrouwen) één van hun pronkstukken (dat zij cultureel ontwikkeld zijn) Luc. 36.36. | |elnltext=καλλώπισμα -ατος, τό [καλλωπίζω] versiering, ornament:; χρυσᾶ καλλωπίσματα gouden ornamenten Plut. Lyc. 9.5; overdr.: τὰ καλλωπίσματα de schone schijn Plat. Grg. 492c; ἕν γάρ τι καὶ τοῦτο τῶν ἄλλων καλλωπισμάτων αὐταῖς δοκει want ook dat vinden zij (de vrouwen) één van hun pronkstukken (dat zij cultureel ontwikkeld zijn) Luc. 36.36. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καλλώπισμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> украшение (χρυσοῦν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> прикраса, побрякушка (καλλωπίσματα οὐδενὸς ἄξια Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A ornament, Χρυσᾶ, ἀργυρᾶ κ., Plu.Lyc.9; τραπέζης Porph.Abst.3.19; source of pride, Luc.Merc.Cond.36. 2 ornament of speech, D.H.Th. 46. 3 metaph., fair show, pretence, Pl.Grg.492c (pl.).
German (Pape)
[Seite 1312] τό, Schmuck, äußerer Zierrath; τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Plat. Gorg. 492 c; χρυσᾶ Plut. Lyc. 9; a. Sp., auch von der Rede, D. Hal. de Thuc. 46.
Greek (Liddell-Scott)
καλλώπισμα: τό, κόσμημα, στολισμός, τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Πλάτ. Γοργ. 492C· καλλωπισμάτων χρυσῶν δημιουργός Πλουτ. Λυκοῦργ. 9, κτλ.· ἐπὶ λόγου, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 46.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
embellissement, ornement.
Étymologie: καλλωπίζω.
Greek Monolingual
το (AM καλλώπισμα) καλλωπίζω
το μέσο με το οποίο κάποιος καλλωπίζεται ή καλλωπίζει
μσν.-αρχ.
το μέσο με το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος
αρχ.
1. η προσποίηση («τὰ δὲ ἄλλα ταῡτ' ἐστὶ τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, φλυαρία καὶ οὐδενὸς ἄξια», Πλάτ.)
2. (για λογοτεχνικό ύφος) η επιτηδευμένη φράση.
Greek Monotonic
καλλώπισμα: τό, στολισμός, κόσμημα, διακόσμηση, εξωραϊσμός, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλώπισμα -ατος, τό [καλλωπίζω] versiering, ornament:; χρυσᾶ καλλωπίσματα gouden ornamenten Plut. Lyc. 9.5; overdr.: τὰ καλλωπίσματα de schone schijn Plat. Grg. 492c; ἕν γάρ τι καὶ τοῦτο τῶν ἄλλων καλλωπισμάτων αὐταῖς δοκει want ook dat vinden zij (de vrouwen) één van hun pronkstukken (dat zij cultureel ontwikkeld zijn) Luc. 36.36.
Russian (Dvoretsky)
καλλώπισμα: ατος τό1) украшение (χρυσοῦν Plut.);
2) прикраса, побрякушка (καλλωπίσματα οὐδενὸς ἄξια Plat.).