καμινεύω: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰμῑνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[θερμαίνω]] στην κάμινο, σε Αριστ.
|lsmtext='''κᾰμῑνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[θερμαίνω]] στην κάμινο, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰμινεύω:''' нагревать в горне, подвергать огневой обработке, т. е. раскалять, обжигать или переплавлять Arst.
}}
}}

Revision as of 22:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμῑνεύω Medium diacritics: καμινεύω Low diacritics: καμινεύω Capitals: ΚΑΜΙΝΕΥΩ
Transliteration A: kamineúō Transliteration B: kamineuō Transliteration C: kamineyo Beta Code: kamineu/w

English (LSJ)

   A heat in a furnace, Arist.Mir.833b25, Thphr. Lap.69, etc.; σίδηρος καμινευόμενος Str.5.2.6.

German (Pape)

[Seite 1317] im Ofen schmelzen, löthen u. dgl., im Feuer arbeiten; σίδηρος καμινευόμενος Strab. V, 224; λίθος, γύψος, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμῑνεύω: χωνεύω, καίω, θερμαίνω, τήκω ἐν καμίνῳ, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 48, Ἀποσπ. 248, Θεοφρ. π. Λίθ. 69· σίδηρος καμινευόμενος Στραβ. 223.

French (Bailly abrégé)

travailler à un fourneau, à une forge ; faire brûler au feu d’un fourneau, d’une forge.
Étymologie: κάμινος.

Greek Monolingual

καμινεύω) κάμινος
λειώνω σε κάμινο, κατεργάζομαι μέταλλο ή άλλη ύλη σε καμίνισίδηρος καμινευόμενος», Στράβ.).

Greek Monotonic

κᾰμῑνεύω: μέλ. -σω, θερμαίνω στην κάμινο, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰμινεύω: нагревать в горне, подвергать огневой обработке, т. е. раскалять, обжигать или переплавлять Arst.