καταφθινύθω: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταφθῐνύθω:''' [ῠ], = [[καταφθίω]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''καταφθῐνύθω:''' [ῠ], = [[καταφθίω]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''καταφθῐνύθω:''' (только praes.) губить, уничтожать (τιμάς HH; ἀρούρας Emped.).
}}
}}

Revision as of 22:42, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφθῐνύθω Medium diacritics: καταφθινύθω Low diacritics: καταφθινύθω Capitals: ΚΑΤΑΦΘΙΝΥΘΩ
Transliteration A: kataphthinýthō Transliteration B: kataphthinythō Transliteration C: katafthinytho Beta Code: katafqinu/qw

English (LSJ)

[ῠ],

   A = καταφθίω, h.Cer.353, Emp. 111.4; cf. sq.

Greek (Liddell-Scott)

καταφθινύθω: ῠ, καταφθίω, τινὰς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 354· ἄνεμοι κ. ἄρουραν Ἐμπεδ. 465· πρβλ. τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

καταφθινύθω (Α)
(ποιητ. τ.) καταφθίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φθινύθω, ποιητ. τ. του φθίω «καταστρέφω»].

Greek Monotonic

καταφθῐνύθω: [ῠ], = καταφθίω, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

καταφθῐνύθω: (только praes.) губить, уничтожать (τιμάς HH; ἀρούρας Emped.).