κορθύνω: Difference between revisions
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κορθύνω:''' και [[κορθύω]][ῡ], ([[κόρθυς]]), [[ανυψώνω]], [[σηκώνω]], [[αυξάνω]], [[Ζεὺς]] κόρθυνεν ἑὸν [[μένος]], αύξησε την [[οργή]] του, σε Ησίοδ. — Παθ., <i>κῦμακορθύεται</i>, ανεβαίνει σε ύψος, ορθώνεται, αυξάνει, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''κορθύνω:''' και [[κορθύω]][ῡ], ([[κόρθυς]]), [[ανυψώνω]], [[σηκώνω]], [[αυξάνω]], [[Ζεὺς]] κόρθυνεν ἑὸν [[μένος]], αύξησε την [[οργή]] του, σε Ησίοδ. — Παθ., <i>κῦμακορθύεται</i>, ανεβαίνει σε ύψος, ορθώνεται, αυξάνει, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κορθύνω:''' (ῡ) (эп. aor. κόρθυνα) нагромождать, накоплять ([[Ζεὺς]] [[ἐπεὶ]] [[οὖν]] κόρθυνεν ἑὸν [[μένος]] Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 31 December 2018
English (LSJ)
or κορθύω, (κόρθυς)
A lift up, raise, Ζεὺς κόρθυνεν ἑὸν μένος raised high his wrath, Hes.Th.853; εὖτέ με θυμὸς κορθύσῃ Hymn.Is. 150:—Pass., κῦμα κορθύεται waxes high, rears its crest, Il.9.7; ὕπερθε δὲ . . ἁλὸς κορθύεται ὕδωρ A.R.2.322.
Greek (Liddell-Scott)
κορθύνω: ἴδε ἐν λ. κορθύῳ.
French (Bailly abrégé)
amonceler, amasser.
Étymologie: κόρθυς.
Greek Monolingual
κορθύνω και κορθύω (Α) κόρθυς
1. ανυψώνω, ανεγείρω, σηκώνω ψηλά
2. αυξάνω («Ζεὺς δ', ἐπεὶ οὖν κόρθυνεν ἑὸν μένος» — ο Δίας, αφού αύξησε την οργή του, Ησίοδ.).
Greek Monotonic
κορθύνω: και κορθύω[ῡ], (κόρθυς), ανυψώνω, σηκώνω, αυξάνω, Ζεὺς κόρθυνεν ἑὸν μένος, αύξησε την οργή του, σε Ησίοδ. — Παθ., κῦμακορθύεται, ανεβαίνει σε ύψος, ορθώνεται, αυξάνει, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κορθύνω: (ῡ) (эп. aor. κόρθυνα) нагромождать, накоплять (Ζεὺς ἐπεὶ οὖν κόρθυνεν ἑὸν μένος Hes.).