κυδνός: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κυδνός:''' -ή, -όν = [[κυδρός]], σε Ησίοδ. | |lsmtext='''κυδνός:''' -ή, -όν = [[κυδρός]], σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κυδνός:''' Hes. = [[κυδρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A = κυδρός, Hes.Th.328 (v.l. κυδρή), IG14.2117; v.l. for κυδρός, Hes.Op.257.
German (Pape)
[Seite 1524] = κυδρός, Beiwort der Dike, Hes. O. 259, l. d., wie auch bei Ath. III, 116 c u. Alcman. bei Schol. Pind. P. 4, 319 die v. l. κυδρός vorzuziehen scheint.
Greek (Liddell-Scott)
κυδνός: -ή, -όν, ἔνδοξος, ἐπίθετ. εὑρισκόμενον ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. τοῦ Ἡσ. Θ. 328, Ἔργ. κ. Ἡμ. 255, Ποιητ. παρ’ Ἀθην. 116C, ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἄνευ τῆς διαφ. γραφ. κυδρός.
Greek Monolingual
κυδνός, -ή, -όν (Α)
ένδοξος, φημισμένος («Διὸς κυδνὴ παράκοιτις», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρλλ. τ. του κυδρός, που εμφανίζει επίθημα -νος (πρβλ. αγ-νός)].
Greek Monotonic
κυδνός: -ή, -όν = κυδρός, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
κυδνός: Hes. = κυδρός.