Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μενεδήϊος: Difference between revisions

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μενεδήϊος:''' -ον, αυτός που αντιστέκεται στον εχθρό, αυτός που εμμένει, [[σταθερός]], σε Ομήρ. Ιλ.· Δωρ. -[[δάϊος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μενεδήϊος:''' -ον, αυτός που αντιστέκεται στον εχθρό, αυτός που εμμένει, [[σταθερός]], σε Ομήρ. Ιλ.· Δωρ. -[[δάϊος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μενεδήϊος:''' не отступающий перед врагом, стойкий в бою (οὐ γάρ τοι [[κραδίη]] μ. οὐδὲ [[μαχήμων]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 00:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενεδήϊος Medium diacritics: μενεδήϊος Low diacritics: μενεδήϊος Capitals: ΜΕΝΕΔΗΪΟΣ
Transliteration A: menedḗïos Transliteration B: menedēios Transliteration C: menediios Beta Code: menedh/i+os

English (LSJ)

ον,

   A standing one's ground against the enemy, staunch, κραδίη Il.12.247, 13.228:—Dor. μενε-δάϊος AP7.208 (Anyt.).

German (Pape)

[Seite 132] den Feind erwartend, im Kampfe bestehend, ihm Stand haltend, Il. 13, 228 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 114.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui soutient l’effort de l’ennemi.
Étymologie: μένω, δήϊος.

Greek Monolingual

μενεδήϊος, δωρ. τ. μενεδάϊος, -ον (Α)
αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του κατά τη μάχη, γενναίος, ανδρείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- (βλ. μένω) + δήϊος «εχθρικός, φοβερός» (πρβλ. α-δήιος)].

Greek Monotonic

μενεδήϊος: -ον, αυτός που αντιστέκεται στον εχθρό, αυτός που εμμένει, σταθερός, σε Ομήρ. Ιλ.· Δωρ. -δάϊος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μενεδήϊος: не отступающий перед врагом, стойкий в бою (οὐ γάρ τοι κραδίη μ. οὐδὲ μαχήμων Hom.).