Μηλίς: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(3) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Μηλίς:''' ίδος adj. f малийская: Μ. [[λίμνη]] Soph. = Μηλιεὺς [[κόλπος]]. | |elrutext='''Μηλίς:''' ίδος adj. f малийская: Μ. [[λίμνη]] Soph. = Μηλιεὺς [[κόλπος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Μηλίς:''' ίδος ἡ Мелида<br /><b class="num">1)</b> тж. Μ. γῆ Her., область в южн. Фессалии Her. etc.;<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[Μῆλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A v. Μηλιεύς.
French (Bailly abrégé)
1ίδος
adj. f.
Μηλὶς γῆ, ou simpl. ἡ Μηλίς le territoire de Mèlis, la Mélide, contrée de Thessalie ; Mηλὶς λίμνη SOPH c. Μηλιεὺς κόλπος.
Étymologie:.
2ίδος
adj. f.
de Mèlos.
Étymologie: Μῆλος.
Greek Monolingual
(I)
Μηλίς, ἡ (Α)
βλ. μηλιακός και Μηλιεύς.———————— (II)
Μηλίς, -ίδος (Α)
νύμφη προστάτιδα τών ποιμνίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «ποίμνιο» + κατάλ. -ίς (πρβλ. Δαυλ-ίς)].
Greek Monotonic
Μηλίς: -ίδος, ἡ, Ιων. αντί Μᾱλίς, με ή χωρίς το γῆ, η Μηλίδα, στην Τραχίνα, σε Ηρόδ.· πρβλ. Μηλιεύς.
Russian (Dvoretsky)
Μηλίς: ίδος adj. f малийская: Μ. λίμνη Soph. = Μηλιεὺς κόλπος.
Russian (Dvoretsky)
Μηλίς: ίδος ἡ Мелида
1) тж. Μ. γῆ Her., область в южн. Фессалии Her. etc.;
2) Plut. = Μῆλος.