Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μοσχοποιέω: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μοσχοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατασκευάζω]] [[μοσχάρι]] από [[μέταλλο]] (για το [[είδωλο]] του μοσχαριού, που κατασκεύασε ο Ααρών ενώ οι Εβραίοι βρίσκονταν στην έρημο), σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''μοσχοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατασκευάζω]] [[μοσχάρι]] από [[μέταλλο]] (για το [[είδωλο]] του μοσχαριού, που κατασκεύασε ο Ααρών ενώ οι Εβραίοι βρίσκονταν στην έρημο), σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''μοσχοποιέω:''' делать (золотого) тельца NT.
}}
}}

Revision as of 00:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοσχοποιέω Medium diacritics: μοσχοποιέω Low diacritics: μοσχοποιέω Capitals: ΜΟΣΧΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: moschopoiéō Transliteration B: moschopoieō Transliteration C: moschopoieo Beta Code: mosxopoie/w

English (LSJ)

   A make a calf, Act.Ap.7.41.

German (Pape)

[Seite 209] ein Kalb machen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

μοσχοποιέω: κάμνω, κατασκευάζω μόσχον, περὶ τοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐκ μετάλλου μόσχου τῶν Ἑβραίων, Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 41.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fabriquer l’image d’un veau.
Étymologie: μόσχος, ποιέω.

English (Strong)

from μόσχος and ποιέω; to fabricate the image of a bullock: make a calf.

English (Thayer)

μοσχοποιῶ: 1st aorist ἐμοσχοποίησα; (μόσχος and ποιέω (cf. Winer s Grammar, 26)); to make (an image of) a calf: ἐποίησε μόσχον. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monotonic

μοσχοποιέω: μέλ. -ήσω, κατασκευάζω μοσχάρι από μέταλλο (για το είδωλο του μοσχαριού, που κατασκεύασε ο Ααρών ενώ οι Εβραίοι βρίσκονταν στην έρημο), σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

μοσχοποιέω: делать (золотого) тельца NT.