νάρκισσος: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νάρκισσος:''' ὁ, [[σπανίως]] ἡ, το [[φυτό]] [[νάρκισσος]], σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ. κ.λπ. (από το [[ναρκάω]], εξαιτίας των ναρκωτικών ιδιοτήτων του).
|lsmtext='''νάρκισσος:''' ὁ, [[σπανίως]] ἡ, το [[φυτό]] [[νάρκισσος]], σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ. κ.λπ. (από το [[ναρκάω]], εξαιτίας των ναρκωτικών ιδιοτήτων του).
}}
{{elru
|elrutext='''νάρκισσος:''' ὁ, Theocr., Anth. ἡ бот. нарцисс HH, Soph., Theocr., Plut.
}}
}}

Revision as of 00:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νάρκισσος Medium diacritics: νάρκισσος Low diacritics: νάρκισσος Capitals: ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ
Transliteration A: nárkissos Transliteration B: narkissos Transliteration C: narkissos Beta Code: na/rkissos

English (LSJ)

ὁ, rarely ἡ, Theoc.1.133:—

   A narcissus, of various species, h.Cer.8,428, S.OC683 (lyr.), Mosch.2.65; pheasant's eye, Narcissus poeticus, Thphr.HP6.8.1, Dsc.4.158; autumn narcissus, N. serotinus, Thphr.HP6.6.9; Narcissus Tazetta, polyanthus narcissus, Dsc.l.c. (this prob. in S. l.c.). (Connected with νάρκη, because of its narcotic properties, acc. to Plu.2.647b.)

German (Pape)

[Seite 229] ὁ, auch ἡ, Theocr. 1, 132 u. Ep. ad. 705 (App. 120), die Blume Narkissos, von der es mehrere Arten gab; H. h. Cer. 8. 428; καλλίβοτρυς, Soph. O. C. 689; Folgde, wahrscheinlich von ναρκάω, wegen ihres betäubenden Geruchs; vgl. Plut. Symp. 3, 1, 3 ὡς ἀμβλύνων τὰ νεῦρα καὶ βαρύτητας ἐμποιῶν ναρκώδεις.

Greek (Liddell-Scott)

νάρκισσος: ὁ, σπανίως, ἡ, Θεόκρ. 1. 133· - τὸ περιώνυμον ἄνθος, narcissus, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 8. 428, Σοφ. Ο. Κ. 683, κτλ. - Ὑπῆρχον αὐτοῦ πολλὰ εἴδη, μεταξὺ δὲ αὐτῶν, πιθαν. ὁ κοινὸς νάρκισσος, ὁ λευκός, κοινῶς «μανοῦσι», Τουρκ. «ζερνεκαδές». (Ἐκ τοῦ νάρκη, ὡς ἐκ τῶν ναρκωτικῶν αὐτοῦ ἰδιοτήτων, Πλούτ. 2. 647Β).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
narcisse, fleur.
Étymologie: DELG pê emprunt, pê νάρκη.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νάρκισσος, ό Α σπαν. και νάρκισσος, ἡ)
1. βοτ. γένος ποωδών πολυετών και διακοσμητικών φυτών της οικογένειας τών αμαρυλλιδών, του οποίου ορισμένα είδη είναι γνωστότερα στην Ελλάδα με τις κοινές ονομασίες ζαμπάκι, μανουσάκι, βούτσινο, γκρίζο, ίτσο
2. ως κύρ. όν. Νάρκισσος
μυθολ.
όνομα μυθικού ωραίου νέου που περιφρονούσε τον έρωτα, όταν ὅμως είδε το πρόσωπό του στο νερό μιας πηγής ερωτεύθηκε τον εαυτό του και, απελπισμένος από το πάθος του, αυτοκτόνησε
2. ωραιότατος και, κατ' επέκτ., εγωλάτρης, εγωκεντρικός, εγωπαθής νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. -ισσος οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως. Η αρχαία σύνδεση του με το νάρκη οφείλεται μάλλον σε λαϊκή παρετυμολογία, λόγω της κατευναστικής φαρμακευτικής ιδιότητας του φυτού].

Greek Monotonic

νάρκισσος: ὁ, σπανίως ἡ, το φυτό νάρκισσος, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ. κ.λπ. (από το ναρκάω, εξαιτίας των ναρκωτικών ιδιοτήτων του).

Russian (Dvoretsky)

νάρκισσος: ὁ, Theocr., Anth. ἡ бот. нарцисс HH, Soph., Theocr., Plut.