ξανθοχίτων: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξανθοχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει κιτρινωπό χιτώνα ή έχει ξανθωπό φλοιό, σε Ανθ.
|lsmtext='''ξανθοχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει κιτρινωπό χιτώνα ή έχει ξανθωπό φλοιό, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξανθοχίτων:''' (ῐ) adj. в желтой одежке, с румяной кожицей ([[ῥοιή]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 00:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξανθοχίτων Medium diacritics: ξανθοχίτων Low diacritics: ξανθοχίτων Capitals: ΞΑΝΘΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: xanthochítōn Transliteration B: xanthochitōn Transliteration C: ksanthochiton Beta Code: canqoxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,

   A with yellow coat, ῥοιή AP6.102 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 275] ωνος, mit goldgelbem Kleide, goldgelber Schaale, ῥοιή, Philp. 20 (VI, 102).

Greek (Liddell-Scott)

ξανθοχίτων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ξανθὸν χιτῶνα, ξανθὸν φλοιόν, ῥοιὴ Ἀνθ. Π. 6. 102.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
qui a une écorce jaune.
Étymologie: ξανθός, χιτών.

Greek Monolingual

ξανθοχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ξανθό εξωτερικό περίβλημα, ξανθό φλοιό, ξανθό χιτώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χιτών (πρβλ. λευκο-χίτων)].

Greek Monotonic

ξανθοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει κιτρινωπό χιτώνα ή έχει ξανθωπό φλοιό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ξανθοχίτων: (ῐ) adj. в желтой одежке, с румяной кожицей (ῥοιή Anth.).