ξανθοχίτων: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξανθοχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει κιτρινωπό χιτώνα ή έχει ξανθωπό φλοιό, σε Ανθ. | |lsmtext='''ξανθοχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει κιτρινωπό χιτώνα ή έχει ξανθωπό φλοιό, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξανθοχίτων:''' (ῐ) adj. в желтой одежке, с румяной кожицей ([[ῥοιή]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,
A with yellow coat, ῥοιή AP6.102 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 275] ωνος, mit goldgelbem Kleide, goldgelber Schaale, ῥοιή, Philp. 20 (VI, 102).
Greek (Liddell-Scott)
ξανθοχίτων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ξανθὸν χιτῶνα, ξανθὸν φλοιόν, ῥοιὴ Ἀνθ. Π. 6. 102.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
qui a une écorce jaune.
Étymologie: ξανθός, χιτών.
Greek Monolingual
ξανθοχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ξανθό εξωτερικό περίβλημα, ξανθό φλοιό, ξανθό χιτώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χιτών (πρβλ. λευκο-χίτων)].
Greek Monotonic
ξανθοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει κιτρινωπό χιτώνα ή έχει ξανθωπό φλοιό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ξανθοχίτων: (ῐ) adj. в желтой одежке, с румяной кожицей (ῥοιή Anth.).