οὐδαῖος: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οὐδαῖος:''' -α, -ον ([[οὖδας]]), [[γήινος]], [[χθόνιος]], λέγεται για τον Πλούτωνα, σε Ανθ. | |lsmtext='''οὐδαῖος:''' -α, -ον ([[οὖδας]]), [[γήινος]], [[χθόνιος]], λέγεται για τον Πλούτωνα, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οὐδαῖος:''' Anth. = [[χθόνιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 1 January 2019
English (LSJ)
α, ον, and ος, ον,
A on the ground, Orph.A.394, etc. II like χθόνιος, under the earth, infernal, of Persephone, Lyc.49,698; of Zeus, AP14.123 (Metrod.), D.P.789.
German (Pape)
[Seite 408] auf dem Erdboden, χαμεύνη, Orph. Arg. 396; irdisch, Nonn.; auch unterirdisch, Κρονίδης, = Hades, Dion. Per. 789; κόρα, Lycophr. 698.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδαῖος: -α, -ον, ὡς τὸ χθόνιος, ὁ ἐπὶ τῆς γῆς, γήϊνος. Ὀρφ. Ἀργ. 396, κτλ. ΙΙ. ὑπὸ τὴν γῆν, ὑπόγειος, ὡς τὸ καταχθόνιος, ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, Λυκόφρ. 49, 698· ἐπὶ τοῦ Πλούτωνος, Ἀνθ. Π. 14. 123, Διον. Π. 789.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui est sur terre, terrestre;
2 qui habite sous terre, souterrain;
3 qui sort de terre (source).
Étymologie: οὖδας.
Greek Monolingual
οὐδαῑος, -αία, -ον, θηλ. και -ος (Α)
1. αυτός που βρίσκεται πάνω στη γη, γήινος («χάσματος οὐδαίοιο δυσήνεμος ἔρχεται ὀδμή», Νόνν.)
2. (για την Περσεφόνη) αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, αυτός που ανήκει στον Κάτω Κόσμο («οὐδαίαν θεόν», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖδας «έδαφος» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αίος)].
Greek Monotonic
οὐδαῖος: -α, -ον (οὖδας), γήινος, χθόνιος, λέγεται για τον Πλούτωνα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
οὐδαῖος: Anth. = χθόνιος.