ὀψίκοιτος: Difference between revisions
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀψίκοιτος:''' -ον ([[κοίτη]]), αυτός που πηγαίνει [[αργά]] να πλαγιάσει, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὀψίκοιτος:''' -ον ([[κοίτη]]), αυτός που πηγαίνει [[αργά]] να πλαγιάσει, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀψίκοιτος:''' (ῐ) поздно засыпающий (ὄμματα Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A going late to bed, late-watching, ὄμματα A.Ag. 889.
German (Pape)
[Seite 432] spät schlafend, ὄμματα, Aesch. Ag. 863.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψίκοιτος: -ον, ὁ ὀψὲ εἰς τὴν κλίνην ἀπερχόμενος, ὁ ἀγρυπνῶν ἐπὶ πολὺ τῆς νυκτός, ὄμματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 889.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’endord tard.
Étymologie: ὀψέ, κοίτη.
Greek Monolingual
ὀψίκοιτος, -ον (Α)
αυτός που πηγαίνει στο κρεβάτι του αργά τη νύχτα, που κοιμάται αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ.λ. οψέ) + -κοιτος (< κοίτη)].
Greek Monotonic
ὀψίκοιτος: -ον (κοίτη), αυτός που πηγαίνει αργά να πλαγιάσει, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀψίκοιτος: (ῐ) поздно засыпающий (ὄμματα Aesch.).