παραπολαύω: Difference between revisions
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρᾰπολαύω:''' [[απολαμβάνω]] [[επιπλέον]] ή παράπλευρα προνόμια, <i>τινός</i>, σε Λουκ. | |lsmtext='''παρᾰπολαύω:''' [[απολαμβάνω]] [[επιπλέον]] ή παράπλευρα προνόμια, <i>τινός</i>, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραπολαύω:''' нести последствия, быть жертвой (τῆς μωρίας τινός Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 1 January 2019
English (LSJ)
A share the fruits of, τῆς τιμωρίας Ph.2.15 ; τῆς ἐνίων κακοβουλίας J.BJ2.16.4 ; τῆς τινων μωρίας Luc. Alex.45 ; παραπολαύειν ἐστὶ τῆς τοῦ εἴδους ὑποστάσεως τὴν ἔκπτωσιν Dam.Pr.7.
German (Pape)
[Seite 495] (s. ἀπολαύω), daneben, beiläufig Nutzen od. Schaden haben von Etwas, τινός; Nic. arith. 1; παραπολαῦσαι τῆς μωρίας, Luc. Alex. 45; auch a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰπολαύω: ἀπολαύω πρὸς τούτοις ἢ μετά τινος, συναπολαύω ἢ ἁπλῶς ἀπολαύω, τινὸς Λουκ. Ἀλέξ. 45· κακόν τι παρ. τινὸς Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
retirer, en passant, un profit ou un désavantage de, gén..
Étymologie: παρά, ἀπολαύω.
Greek Monolingual
ΜΑ
απολαύω κάτι μαζί με κάτι άλλο ή με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀπολαύω «απολαμβάνω»].
Greek Monotonic
παρᾰπολαύω: απολαμβάνω επιπλέον ή παράπλευρα προνόμια, τινός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
παραπολαύω: нести последствия, быть жертвой (τῆς μωρίας τινός Luc.).