παραλανθάνω: Difference between revisions
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
(nl) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παρα-λανθάνω aan de aandacht ontsnappen van, met acc.: καὶ τοῦτον μικρόν τι παρέλαθεν zelfs hem ontging een kleinigheid Isocr. 10.14. | |elnltext=παρα-λανθάνω aan de aandacht ontsnappen van, met acc.: καὶ τοῦτον μικρόν τι παρέλαθεν zelfs hem ontging een kleinigheid Isocr. 10.14. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραλανθάνω:''' оставаться скрытым, быть неизвестным: π. τινά Plat., Dem. ускользать от кого-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 1 January 2019
English (LSJ)
A escape the notice of, τινα Pl.Hp.Ma.298b, Isoc.10.14, 11.48, D.46.17 : abs., lie hid, concealed, ἐν ταῖς ψάμμοις f l. in Hdn. 4.15.2.
German (Pape)
[Seite 486] (s. λανθάνω), daneben, dabei verborgen sein, τινά, vor Jemandem, Plat. Hipp. mai. 298 b; Isocr. 10, 14; entgehen, παρέλαθεν αὐτοὺς τοῦτο, Dem. 46, 17; Sp.; absol., Hdn. 4, 15, 7.
Greek (Liddell-Scott)
παραλανθάνω: διαφεύγω τὴν προσοχήν τινος, τινὰ Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 298Β, Ἰσοκρ. 210D, 230D. κτλ.· ― ἀπολ., κεῖμαι κεκρυμμένος, ἐν ταῖς ψάμμοις Ἡρῳδιαν. 4. 15, 7.
French (Bailly abrégé)
ao.2 παρέλαθον, etc.
être caché à, être ignoré ou inconnu de.
Étymologie: παρά, λανθάνω.
Greek Monolingual
Α
1. διαφεύγω της προσοχής κάποιου
2. βρίσκομαι κρυμμένος κάπου.
Greek Monotonic
παραλανθάνω: διαφεύγω από την προσοχή κάποιου, τινά, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-λανθάνω aan de aandacht ontsnappen van, met acc.: καὶ τοῦτον μικρόν τι παρέλαθεν zelfs hem ontging een kleinigheid Isocr. 10.14.
Russian (Dvoretsky)
παραλανθάνω: оставаться скрытым, быть неизвестным: π. τινά Plat., Dem. ускользать от кого-л.