παραστοχάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(31)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[προσπαθώ]] να επιτύχω [[κάτι]], [[σκοπεύω]], [[αποβλέπω]] σε [[κάτι]] («[[παραστοχάζομαι]] της συντομίας», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[τιμώ]], [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]]<br /><b>3.</b> [[βγαίνω]] έξω από τον στόχο μου, [[αποτυγχάνω]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[προσπαθώ]] να επιτύχω [[κάτι]], [[σκοπεύω]], [[αποβλέπω]] σε [[κάτι]] («[[παραστοχάζομαι]] της συντομίας», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[τιμώ]], [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]]<br /><b>3.</b> [[βγαίνω]] έξω από τον στόχο μου, [[αποτυγχάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''παραστοχάζομαι:''' метить, стремиться (τῆς συντομίας Sext.).
}}
}}

Revision as of 01:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραστοχάζομαι Medium diacritics: παραστοχάζομαι Low diacritics: παραστοχάζομαι Capitals: ΠΑΡΑΣΤΟΧΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: parastocházomai Transliteration B: parastochazomai Transliteration C: parastochazomai Beta Code: parastoxa/zomai

English (LSJ)

   A aim at, τῆς συντομίας S.E.P.3.222 codd., cf. Herod.Med. ap. Orib.5.30.25 : abs., estimate, Sor.1.20.

German (Pape)

[Seite 500] das Ziel verfehlen, τοῦ σκοποῦ, Sp.; – aber auch wonach hinzielen, τινός, Sext. Emp. pyrrh. 3, 222, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

παραστοχάζομαι: ἀποθ., προσπαθῶ νὰ ἐπιτύχω τι, ἀποβλέπω εἰς αὐτὸ, τῆς συντομίας Σέξτ. Ἐμπ. 3. 22. ΙΙ. ἀποτυγχάνω, τοῦ σκοποῦ, τῆς διανοίας Βυζ.

Greek Monolingual

Α
1. (μτβ.) προσπαθώ να επιτύχω κάτι, σκοπεύω, αποβλέπω σε κάτιπαραστοχάζομαι της συντομίας», Σέξτ. Εμπ.)
2. (αμτβ.) τιμώ, υπολογίζω, εκτιμώ
3. βγαίνω έξω από τον στόχο μου, αποτυγχάνω.

Russian (Dvoretsky)

παραστοχάζομαι: метить, стремиться (τῆς συντομίας Sext.).