περίαπτος: Difference between revisions

From LSJ

τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίαπτος:''' -ον, κρεμασμένος [[ολόγυρα]]· ως ουσ., περίαπτον τό = [[περίαμμα]], σε Πλάτ.· [[προσάρτημα]], σε Αριστ.
|lsmtext='''περίαπτος:''' -ον, κρεμασμένος [[ολόγυρα]]· ως ουσ., περίαπτον τό = [[περίαμμα]], σε Πλάτ.· [[προσάρτημα]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''περίαπτος:''' [adj. verb. к [[περιάπτω]] досл. привешенный, перен. приданный извне, внешний (sc. [[ἡδονή]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 02:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίαπτος Medium diacritics: περίαπτος Low diacritics: περίαπτος Capitals: ΠΕΡΙΑΠΤΟΣ
Transliteration A: períaptos Transliteration B: periaptos Transliteration C: periaptos Beta Code: peri/aptos

English (LSJ)

ον,

   A hung round, appended, ἄκος π., i. e. an amulet, Cratin.22 D.; σέμνωμα π. Eust.95.42.    II as Subst. περίαπτον, τό, = περίαμμα, amulet, Pl. R.426b, Thphr.HP9.19.2, etc.; adventitious charm, Arist.EN1099a16: pl., ornaments, Ph.1.608.

German (Pape)

[Seite 569] umgehängt, äußerlich, im Ggstz von ἐν ἑαυτῷ ἔχειν, Arist. Eth. 1, 8, 12; – τὸ π. = περίαμμα, Amulet, Plat. Rep. IV, 426 b, neben ἐπῳδαί, u. oft bei Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περίαπτος: -ον, ὁ κρεμάμενος ὁλόγυρα, προσηρτημένος, Εὐστ. 95. 42. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περίαπτον, τό, = περίαμμα, φυλακτήριον, Πλάτ. Πολ. 426Β, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 19, 2, κτλ.· παράρτημα, προσάρτημα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attaché autour.
Étymologie: περιάπτω.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίαπτος, -ον, ΝΜΑ περιάπτω
1. αυτός που έχει αναρτηθεί ολόγυρα («οὐ δέονται περιάπτου σεμνώματος», Ευστ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το περίαπτο(ν)
καθετί που κρεμιέται από το σώμα για αποτροπή του κακού, το περίαμμα, το φυλαχτό
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. α) επιπρόσθετο θέλγητρο («οὐδὲν δὴ προσδεῑται τῆς ἡδονῆς ὁ βίος αὐτῶν, ὥσπερ περιάπτου τινός, ἀλλ' ἔχει τὴν ἡδονὴν ἐν ἑαυτῷ», Αριστοτ.)
β) στον πληθ. κοσμήματα.

Greek Monotonic

περίαπτος: -ον, κρεμασμένος ολόγυρα· ως ουσ., περίαπτον τό = περίαμμα, σε Πλάτ.· προσάρτημα, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

περίαπτος: [adj. verb. к περιάπτω досл. привешенный, перен. приданный извне, внешний (sc. ἡδονή Arst.).