πηκτή: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(nl)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πηκτή -ῆς, ἡ, Dor. πᾱκτᾱ́ zie πηκτός.
|elnltext=πηκτή -ῆς, ἡ, Dor. πᾱκτᾱ́ zie πηκτός.
}}
{{elru
|elrutext='''πηκτή:''' дор. [[πακτά]] (τᾱ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> птицеловная сеть Arph., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> спрессованный творог, сыр Theocr., Anth.
}}
}}

Revision as of 02:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηκτή Medium diacritics: πηκτή Low diacritics: πηκτή Capitals: ΠΗΚΤΗ
Transliteration A: pēktḗ Transliteration B: pēktē Transliteration C: pikti Beta Code: phkth/

English (LSJ)

Dor. πακτά, ἡ,

   A v. πηκτός.

German (Pape)

[Seite 609] ἡ, dor. πακτά, s. πηκτός.

Greek (Liddell-Scott)

πηκτή: Δωρ. πακτά, ἡ, ἴδε ἐν λέξ. πηκτός.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 filet pour les oiseaux;
2 fromage de lait caillé.
Étymologie: πηκτός II. 1 et 2.

Greek Monolingual

η / πηκτή, ΝΜΑ,και δωρ. τ. πακτά Α
νεοελλ.
χημ. τύπος κολλοειδούς συστήματος, δηλαδή υδρολύματος, στο οποίο το υγρό μέσον διασποράς έχει γίνει αρκετά ιξώδες, ώστε να δίνει περισσότερο ή λιγότερο την εντύπωση στερεού σώματος
2. είδος φαγητού από βρασμένο κεφάλι ή πόδια και εντόσθια ζώων ή και από ψάρια μαζί με τον πηγμένο ζωμό και με διάφορα καρυκεύματα
3. ζελατίνη
4. φρ. α) «θρεπτική πηκτή» — παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται για την καλλιέργεια τών μικροοργανισμών
β) «χρωματογραφία πηκτής»
χημ. τεχνική της αναλυτικής χημείας που εφαρμόζεται για τον χημικό διαχωρισμό ορισμένων ουσιών και βασίζεται στις διαφορές ταχύτητας με την οποία οι ουσίες αυτές διέρχονται διά μέσου ενός πορώδους ημιστερεού υλικού
αρχ.
1. δίχτυ ή παγίδα για τη σύλληψη πουλιών
2. τυρί νωπό, χλωρό
3. ποικιλία του συμφύτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. πηκτός. Η λ. με την νεοελλ. σημ. «ζελατίνη» αποτελεί απόδοση στην Ελληνική του γαλλ. gelatine].

Greek Monotonic

πηκτή: Δωρ. πακτά, ἡ (πηκτός
I. δίχτυ ή κλουβί που τοποθετείται για να πιάνει πουλιά, σε Αριστοφ.
II. ανθότυρο, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηκτή -ῆς, ἡ, Dor. πᾱκτᾱ́ zie πηκτός.

Russian (Dvoretsky)

πηκτή: дор. πακτά (τᾱ) ἡ
1) птицеловная сеть Arph., Arst.;
2) спрессованный творог, сыр Theocr., Anth.