πολεμόω: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
(6) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολεμόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[πόλεμος]])· [[καθιστώ]] εχθρό, [[αποκτώ]] εχθρό, <i>τινά</i> — Μέσ., [[πῶς]] οὐ πολεμώσεσθε αὐτούς; ασφαλώς θα τους κάνεις εχθρούς [[σου]], σε Θουκ. — Παθ., είμαι [[εχθρός]], [[γίνομαι]] [[εχθρός]], στον ίδ. | |lsmtext='''πολεμόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[πόλεμος]])· [[καθιστώ]] εχθρό, [[αποκτώ]] εχθρό, <i>τινά</i> — Μέσ., [[πῶς]] οὐ πολεμώσεσθε αὐτούς; ασφαλώς θα τους κάνεις εχθρούς [[σου]], σε Θουκ. — Παθ., είμαι [[εχθρός]], [[γίνομαι]] [[εχθρός]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολεμόω:''' делать врагом (med. τινας Thuc.); pass. становиться врагом (τινος Thuc.): [[χωρίον]], ὃ [[μετὰ]] μεγίστων καιρῶν οἰκειοῦταί τε καὶ πολεμοῦται Thuc. область, дружественные или враждебные отношения с которой имеют чрезвычайно большое значение. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 1 January 2019
English (LSJ)
A make hostile, make an enemy of, τινα v.l. in LXX 4 Ma.4.21:—Med., πῶς οὐ πολεμώσεσθε αὐτούς; surely you will make them your enemies, Th.5.98:—Pass., to be made an enemy of, μετὰ μεγίστων καιρῶν οἰκειοῦταί τε καὶ πολεμοῦται Id.1.36; ἐπολεμώθη δὲ ὅτι .. ib.57: —in other passages (πολεμουμένων Id.3.82, πολεμοῦνται 4.20) it is doubtful whether the word should be referred to πολεμόω or -έω.
German (Pape)
[Seite 654] verfeinden, zu Feinden machen, τινάς; übertr. auch vom Lande, χωρίον προσλαβεῖν, ὃ μετὰ μεγίστων καιρῶν οἰκειοῦταί τε καὶ πολεμοῦται, Thuc. 1, 36; ἐπεπολέμωτο, 57, worauf sich Moeris gloss. ὁ εἰς ἔχθραν προαχθείς bezieht; auch im med., ὅσοι γὰρ νῦν μηδετέροις ξυμμαχοῦσι, πῶς οὐ πολεμώσεσθε αὐτούς, Thuc. 5, 98. Gebräuchlicher das comp. ἐκπολεμόω.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμόω: (πόλεμος) καθιστῶ πολέμιον, τινα Ἰωσήπ. Μακκ. 4. 21. ― Μέσ., πῶς οὐ πολεμώσεσθε αὐτούς; πῶς οὐ πολεμίους ὑμῖν αὐτοῖς ποιήσεσθε; Θουκ. 5. 98. ― Παθ., γίνομαι ἐχθρὸς πρός τινα, μετὰ μεγίστων καιρῶν οἰκειοῦταί τε καὶ πολεμοῦται ὁ αὐτ. 1. 36· ἐπολεμήθη δὲ ὅτι.., αὐτόθι 57· ― ἐν ἄλλοις χωρίοις (πολεμουμένων ὁ αὐτ. 3. 82· πολεμοῦνται 4. 20) εἶναι ἀμφίβολον ἂν ἡ λέξις δέον νὰ ἀναφέρηται εἰς τὸ πολεμόω ἢ εἰς τὸ -έω· ἴδε πολεμέω ΙΙ. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire ennemi, rendre hostile, acc. ; Pass. être rendu ennemi;
Moy. πολεμόομαι-οῦμαι se faire un ennemi de, acc..
Étymologie: πόλεμος.
Greek Monotonic
πολεμόω: μέλ. -ώσω (πόλεμος)· καθιστώ εχθρό, αποκτώ εχθρό, τινά — Μέσ., πῶς οὐ πολεμώσεσθε αὐτούς; ασφαλώς θα τους κάνεις εχθρούς σου, σε Θουκ. — Παθ., είμαι εχθρός, γίνομαι εχθρός, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
πολεμόω: делать врагом (med. τινας Thuc.); pass. становиться врагом (τινος Thuc.): χωρίον, ὃ μετὰ μεγίστων καιρῶν οἰκειοῦταί τε καὶ πολεμοῦται Thuc. область, дружественные или враждебные отношения с которой имеют чрезвычайно большое значение.