πολεμιστής: Difference between revisions
(6) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολεμιστής:''' Επικ. πτολ-, -οῦ, ὁ ([[πολεμίζω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[πολεμιστής]], [[μαχητής]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> πολεμιστὴς [[ἵππος]], πολεμικό [[άλογο]], [[πολεμικός]] [[ίππος]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''πολεμιστής:''' Επικ. πτολ-, -οῦ, ὁ ([[πολεμίζω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[πολεμιστής]], [[μαχητής]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> πολεμιστὴς [[ἵππος]], πολεμικό [[άλογο]], [[πολεμικός]] [[ίππος]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολεμιστής:''' <b class="num">I</b> эп. тж. [[πτολεμιστής]], οῦ ὁ воин, боец Hom., Pind.<br />οῦ adj. m боевой ([[ἵππος]] Theocr., Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 1 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ, Ep. πτολ- Il.22.132:—
A warrior, ib.5.602, al., Pi.N.4.27, etc.: freq. in later Prose, LXXDe.2.14, Str.11.2.4, J. BJ6.2.5, Gal.14.283. II π. ἵππος war-horse, charger, D.S.2.41 (pl.), Str.15.1.29, Plu.Fab.20; ἵπποι π. are prob. racehorses trapped as chargers, Theoc.15.51, cf. IG22.2316.29, SIG697 H3 (Delph., ii B.C.), Phot. s.v.
German (Pape)
[Seite 654] ὁ, Krieger, Kämpfer, Streiter; Hom. bes. in der Il.; verbunden αἰχμητήν τ' ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστήν 5, 602; voc. πολεμιστά 16, 492; Pind. N. 4, 27 I. 4, 28; einzeln bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμιστής: καὶ Ἐπικ. (χάριν τοῦ μέτρ.) πτολ-, οῦ, ὁ· (πολεμίζω)· ― ὡς καὶ νῦν, αἰχμητὴν τ’ ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστὴν Ἰλ. Ε. 602, κ. ἀλλ., Πίνδ., κτλ.· πτολ-, Ἰλ. Χ. 132. ΙΙ. π. ἵππος, πολεμικὸς ἵππος, ὁ παρὰ Οὐεργιλίῳ bellator equus, Διόδ. 2. 11, πρβλ. Στράβ. 698· ἵπποι π., εἶναι πιθανῶς ἵπποι τῶν ἱπποδρομικῶν ἀγώνων ὡς εἰς πόλεμον ηὐτρεπισμένοι, διότι ὑπῆρχε τιοοῦτον ἀγώνισμα, Θεόκρ. 15. 51, πρβλ. Φώτ. ἐν λ., Ἑρμάνν. Πονημάτ. 5. 104.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
1 adj. m. de guerre;
2 subst. ὁ πολεμιστής, guerrier combattant.
Étymologie: πολεμίζω.
English (Autenrieth)
warrior. (Il. and Od. 24.499.)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, επικ. τ. πτολεμιστής, Α, θηλ. πολεμίστρια, ΝΑ, θηλ. πτολεμιστρίς, -ίδος, Μ πολεμίζω
αυτός που μετέχει στον πόλεμο, αυτός που πολεμά, ο μαχητής
αρχ.
φρ. «πολεμιστὴς ἵππος»
i) πολεμικός ίππος
ii) πιθ. ίππος ιπποδρομικών αγώνων.
Greek Monotonic
πολεμιστής: Επικ. πτολ-, -οῦ, ὁ (πολεμίζω),·
I. πολεμιστής, μαχητής, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ. κ.λπ.
II. πολεμιστὴς ἵππος, πολεμικό άλογο, πολεμικός ίππος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
πολεμιστής: I эп. тж. πτολεμιστής, οῦ ὁ воин, боец Hom., Pind.
οῦ adj. m боевой (ἵππος Theocr., Diod.).