πότης: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(6)
(4)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πότης:''' -ου, ὁ, θηλ. [[πότις]] (√<i>ΠΟ</i> από κάποιους χρόνους του [[πίνω]]), [[πότης]], [[μέθυσος]], [[μπεκρής]]· μεταφ., [[πότης]] [[λύχνος]], μεθυσμένο [[λυχνάρι]], δηλ. αυτό που καταναλώνει [[πολύ]] [[λάδι]], σε Αριστοφ.· κωμ. υπερθ. [[ποτίστατος]], στον ίδ.
|lsmtext='''πότης:''' -ου, ὁ, θηλ. [[πότις]] (√<i>ΠΟ</i> από κάποιους χρόνους του [[πίνω]]), [[πότης]], [[μέθυσος]], [[μπεκρής]]· μεταφ., [[πότης]] [[λύχνος]], μεθυσμένο [[λυχνάρι]], δηλ. αυτό που καταναλώνει [[πολύ]] [[λάδι]], σε Αριστοφ.· κωμ. υπερθ. [[ποτίστατος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πότης:''' ου adj. m (superl. f ποτιστάτη) много пьющий (γυναῖκες Arph.): π. [[λύχνος]] Arph. светильник, поглощающий много масла.
}}
}}

Revision as of 02:36, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 689] ὁ, Trinker; λύχνος, ein viel Oel verzehrender Lampendocht, Ar. Nub. 58, der auch einen tom. superl. ποτίστατος bildet, starker Zecher, Av. 735; Ael. V. H. 12, 26. – Einzeln bei Sp.; auch πώτης, vgl. Lob. Phryn. 456.

Greek (Liddell-Scott)

πότης: -ου, ὁ, ὁ πίνων, πολυπότης, θηλ. πότις, (ἀλλὰ τό ἀρσ. φαίνεται ὅτι δὲν τίθεται ἐπὶ προσώπων, ἀντ’ αὐτοῦ δὲ εἶναι ἐν χρήσει τὸ φιλοπότης, Piers. εἰς Ἡρῳδιαν. 432), πότις γυνὴ Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 607· αὕτη δὲ Λαῒς ἀργὸς καὶ πότις Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 5· ― μεταφορ., πότης λύχνος, ὁ πίνων, καταναλίσκων πολὺ ἔλαιον, Ἀριστοφ. Νεφ. 57· οὕτω, στίλβη πότις Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 15. ― Κωμ. ὑπερθ., ποτίσταται γυναῖκες Ἀριστοφ. Θεσμ. 735, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 26. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43 καὶ 178.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui boit beaucoup (lampe).
Étymologie: πίνω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και θηλ. πότις, -ιδος, Α
αυτός που πίνει κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά σε μεγάλη ποσότητα, μέθυσος, μπεκρής
αρχ.
(για λύχνο) αυτός που καταναλώνει πολύ λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- του πίνω (βλ. λ. πίνω) + κατάλ. -της].

Greek Monotonic

πότης: -ου, ὁ, θηλ. πότις (√ΠΟ από κάποιους χρόνους του πίνω), πότης, μέθυσος, μπεκρής· μεταφ., πότης λύχνος, μεθυσμένο λυχνάρι, δηλ. αυτό που καταναλώνει πολύ λάδι, σε Αριστοφ.· κωμ. υπερθ. ποτίστατος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πότης: ου adj. m (superl. f ποτιστάτη) много пьющий (γυναῖκες Arph.): π. λύχνος Arph. светильник, поглощающий много масла.