προμνήστρια: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προμνήστρια:''' ἡ ([[προμνάομαι]]), [[γυναίκα]] που ζητά σε γάμο ή φλερτάρει στο όνομα κάποιου άλλου, [[προξενήτρα]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· μεταφ., κακῶν [[προμνήστρια]], αυτή που επιφέρει συμφορές, σε Ευρ.
|lsmtext='''προμνήστρια:''' ἡ ([[προμνάομαι]]), [[γυναίκα]] που ζητά σε γάμο ή φλερτάρει στο όνομα κάποιου άλλου, [[προξενήτρα]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· μεταφ., κακῶν [[προμνήστρια]], αυτή που επιφέρει συμφορές, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''προμνήστρια:''' ἡ сваха Eur., Arph., Plat., Luc.
}}
}}

Revision as of 02:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμνήστρια Medium diacritics: προμνήστρια Low diacritics: προμνήστρια Capitals: ΠΡΟΜΝΗΣΤΡΙΑ
Transliteration A: promnḗstria Transliteration B: promnēstria Transliteration C: promnistria Beta Code: promnh/stria

English (LSJ)

ἡ,

   A woman who woos or courts for another, matchmaker, Ar.Nu.41, Pl.Tht.149d, Luc.DDeor.20.16: metaph., ἡ κακῶν π. E.Hipp.589; προμνηστρίας is prob. for -ίδας in X.Mem.2.6.36.

German (Pape)

[Seite 735] ἡ, = Folgdm, Ar. Nubb. 41; übtr., τὴν κακῶν προμνήστριαν, Eur. Hipp. 589; Plat. Theaet. 149 d u. Sp., wie Luc. D. D. 20, 10.

Greek (Liddell-Scott)

προμνήστρια: ἡ, «προξενήτρια, Ἀριστοφ. Νεφ. 41, Πλάτ. Θεαίτ. 149D, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 16· μεταφορ., ἡ κακῶν πρ. Εὐρ. Ἱππ. 589· οὕτως ἐν Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 36, ὁ Valck. διορθοῖ προμνηστρίας ἀντὶ -ίδας. ― Καθ’ Ἡσύχ.: προμνήστρια· ἡ συνιστῶσα ἀλλήλοις τοὺς γαμοῦντας. (προξενοῦσα νυμφίους ἢ νύμφας)». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
entremetteuse, marieuse.
Étymologie: προμνάομαι.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. η προξενήτρα
2. αυτή που προξενεί κάτι, ιδίως κακό («ἡ κακῶν προμνήστρια», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προμνῶμαι + επίθημα -τρια (πρβλ. υπομνήσ-τρια)].

Greek Monotonic

προμνήστρια: ἡ (προμνάομαι), γυναίκα που ζητά σε γάμο ή φλερτάρει στο όνομα κάποιου άλλου, προξενήτρα, σε Αριστοφ., Πλάτ.· μεταφ., κακῶν προμνήστρια, αυτή που επιφέρει συμφορές, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

προμνήστρια: ἡ сваха Eur., Arph., Plat., Luc.