πρόσθε: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόσθε:''' Ιων. και ποιητ. αντί [[πρόσθεν]]. | |lsmtext='''πρόσθε:''' Ιων. και ποιητ. αντί [[πρόσθεν]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόσθε:''' ион. = [[πρόσθεν]] I и II. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:00, 1 January 2019
English (LSJ)
Ion. and poet. for πρόσθεν (q.v.).
German (Pape)
[Seite 765] ion. u. poet. statt πρόσθεν, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσθε: Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ πρόσθεν, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
v. πρόσθεν.
English (Slater)
πρόσθε, (ν)
1 earlier ὅτι πρόσθε ποτὲ Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατόν (O. 10.31) πρόσθε γὰρ νώνυμνος βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (O. 10.50) ἄλλον αἴνησεν γάμον πρόσθεν ἀκερσεκόμᾳ μιχθεῖσα Φοίβῳ (P. 3.14) οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες (P. 8.65) πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν (P. 9.125) κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ (N. 9.15) διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο παίδων λτ;τεγτ; τρίταν πρόσθεν (I. 4.71) τά τ' ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα (Pae. 8.84) followed by πρίν, ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ, πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν (P. 2.91)
Greek Monolingual
Α
επίρρ. βλ. πρόσθεν.
Greek Monotonic
πρόσθε: Ιων. και ποιητ. αντί πρόσθεν.
Russian (Dvoretsky)
πρόσθε: ион. = πρόσθεν I и II.