προλογίζω: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(34)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[πρόλογος]]<br />[[μιλώ]] [[πρώτος]] («στον σύνδεσμο θα προλογίσει ο [[πρόεδρος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γράφω]] τον πρόλογο σε [[κάτι]] («ο [[καθηγητής]] του προλόγισε το [[βιβλίο]]»)<br /><b>2.</b> [[μιλώ]] προεισαγωγικά («τη [[διάλεξη]] του καθηγητή θα προλογίσει ο [[πρόεδρος]] του ιδρύματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω τον πρόλογο, τα προλεγόμενα<br /><b>2.</b> [[μνημονεύω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με δικαστήριο) [[εκφράζω]] τις απόψεις, τα αιτήματα μιας ομάδας<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[προλογίζομαι]]<br />[[εξετάζω]], [[μελετώ]] [[προηγουμένως]].
|mltxt=ΝΑ [[πρόλογος]]<br />[[μιλώ]] [[πρώτος]] («στον σύνδεσμο θα προλογίσει ο [[πρόεδρος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γράφω]] τον πρόλογο σε [[κάτι]] («ο [[καθηγητής]] του προλόγισε το [[βιβλίο]]»)<br /><b>2.</b> [[μιλώ]] προεισαγωγικά («τη [[διάλεξη]] του καθηγητή θα προλογίσει ο [[πρόεδρος]] του ιδρύματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω τον πρόλογο, τα προλεγόμενα<br /><b>2.</b> [[μνημονεύω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με δικαστήριο) [[εκφράζω]] τις απόψεις, τα αιτήματα μιας ομάδας<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[προλογίζομαι]]<br />[[εξετάζω]], [[μελετώ]] [[προηγουμένως]].
}}
{{elru
|elrutext='''προλογίζω:''' рит. произносить пролог или выступать первым в драме.
}}
}}

Revision as of 03:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλογίζω Medium diacritics: προλογίζω Low diacritics: προλογίζω Capitals: ΠΡΟΛΟΓΙΖΩ
Transliteration A: prologízō Transliteration B: prologizō Transliteration C: prologizo Beta Code: prologi/zw

English (LSJ)

   A speak a prologue, Sch.S.Ph.1, etc.; to be the first speaker, Arg.S.OC    2 to be spokesman in a law-court, PLond. 5.1708.27 (vi A.D.).    II Med., consider before, Phld.Mus.p.74 K., Gal.4.815, Simp.in Epict.p.26 D.

German (Pape)

[Seite 733] vorher reden, bes. den Prolog sprechen, auftreten, um den Prolog zu sprechen, Scholl.

Greek (Liddell-Scott)

προλογίζω: λέγω πρόλογον, παρὰ τοῖς Σχολ. ΙΙ. λέγω πρότερος, ὁμιλῶ πρῶτος, προλογίζει Οἰδίπους Ὑπόθεσις εἰς Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. ἐν τέλει 2) μνημονεύω προηγουμένως, Κλήμ. Ἀλ. 985. ΙΙΙ. Μέσ., λογίζω, ἐξετάζω πρότερον, Σιμπλικ. Ἐπιστ. σ. 99. ― Οὐσιαστ. -ισμός, οῦ, ὁ Ἱεροκλ. σ. 152.

French (Bailly abrégé)

être le principal acteur d’une pièce.
Étymologie: πρόλογος.

Greek Monolingual

ΝΑ πρόλογος
μιλώ πρώτος («στον σύνδεσμο θα προλογίσει ο πρόεδρος»)
νεοελλ.
1. γράφω τον πρόλογο σε κάτι («ο καθηγητής του προλόγισε το βιβλίο»)
2. μιλώ προεισαγωγικά («τη διάλεξη του καθηγητή θα προλογίσει ο πρόεδρος του ιδρύματος»)
αρχ.
1. λέω τον πρόλογο, τα προλεγόμενα
2. μνημονεύω προηγουμένως
3. (σχετικά με δικαστήριο) εκφράζω τις απόψεις, τα αιτήματα μιας ομάδας
4. μέσ. προλογίζομαι
εξετάζω, μελετώ προηγουμένως.

Russian (Dvoretsky)

προλογίζω: рит. произносить пролог или выступать первым в драме.