συγκαθεύδω: Difference between revisions
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκαθεύδω:''' μέλ. <i>-ευδήσω</i>, [[κοιμάμαι]] μαζί στο ίδιο [[κρεβάτι]], <i>τινί</i>, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''συγκαθεύδω:''' μέλ. <i>-ευδήσω</i>, [[κοιμάμαι]] μαζί στο ίδιο [[κρεβάτι]], <i>τινί</i>, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκαθεύδω:''' спать вместе Aesch., Arph., Xen., Plat., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:56, 1 January 2019
English (LSJ)
fut. -ευδήσω,
A sleep with, τούτῳ θανοῦσα ξ. A.Ch.906; esp. of sexual intercourse, σ. τινί Cratin.279, Ar.Ec.1009, Pl.Lg.838b.
German (Pape)
[Seite 963] (s. εὕδω), mit-, beisammenschlafen; τούτῳ θανοῦσα ξυγκάθευδε, Aesch. Ch. 893; Plat. Legg. VIII, 838 b; Xen. Conv. 4, 53. 8, 31; Sp., wie Luc. oft.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαθεύδω: μέλλ. -ευδήσω, συγκοιμῶμαι, κοιμῶμαι μετά τινος, τούτῳ θανοῦσα ξ. Αἰσχύλ. Χο. 906· μάλιστα ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, συνουσιάζομαι, σ. τινι Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 174, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1009, Πλάτ. Νόμ. 828Β.
French (Bailly abrégé)
dormir avec.
Étymologie: σύν, καθεύδω.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. κοιμάμαι μαζί με άλλον
2. συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθεύδω «κοιμάμαι, πλαγιάζω»].
Greek Monolingual
ΜΑ
1. κοιμάμαι μαζί με άλλον
2. συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθεύδω «κοιμάμαι, πλαγιάζω»].
Greek Monotonic
συγκαθεύδω: μέλ. -ευδήσω, κοιμάμαι μαζί στο ίδιο κρεβάτι, τινί, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
συγκαθεύδω: спать вместе Aesch., Arph., Xen., Plat., Luc.