συναναστροφή: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συναναστρέφομαι]]<br /><b>1.</b> το να συναναστρέφεται, να επικοινωνεί [[κανείς]] φιλικά με άλλους, [[επικοινωνία]], [[συγχρωτισμός]], [[συντροφιά]] (α. «οι συναναστροφές της δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφὴ αὐτῆς οὐδὲ ὀδύνην ἡ [[συμβίωσις]] αὐτῆς», ΠΔ<br />γ. «διὰ τὴν τῶν ἀπίστων συναναστροφήν», <b>Άνν. Κομν.</b>)<br /><b>2.</b> φιλική [[συγκέντρωση]], οικογενειακή δεξίωξη (α. «ένα [[φόρεμα]] κατάλληλο για το [[θέατρο]], για μια [[συναναστροφή]]» β. «κατὰ δὲ τὰς [[φίλων]] συναναστροφάς», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />η [[παρουσία]] του Χριστού στον κόσμο, η [[ενσάρκωση]] («τῆς καθ' ἡμᾱς αὐτοῡ συναναστροφῆς», Δαμασκ. Ι.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τρόπος]] ζωής, [[διαγωγή]] («[[χηροσύνη]] [[μετὰ]] ἀχράντου συναναστροφῆς», Επιφάν.).
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συναναστρέφομαι]]<br /><b>1.</b> το να συναναστρέφεται, να επικοινωνεί [[κανείς]] φιλικά με άλλους, [[επικοινωνία]], [[συγχρωτισμός]], [[συντροφιά]] (α. «οι συναναστροφές της δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφὴ αὐτῆς οὐδὲ ὀδύνην ἡ [[συμβίωσις]] αὐτῆς», ΠΔ<br />γ. «διὰ τὴν τῶν ἀπίστων συναναστροφήν», <b>Άνν. Κομν.</b>)<br /><b>2.</b> φιλική [[συγκέντρωση]], οικογενειακή δεξίωξη (α. «ένα [[φόρεμα]] κατάλληλο για το [[θέατρο]], για μια [[συναναστροφή]]» β. «κατὰ δὲ τὰς [[φίλων]] συναναστροφάς», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />η [[παρουσία]] του Χριστού στον κόσμο, η [[ενσάρκωση]] («τῆς καθ' ἡμᾱς αὐτοῡ συναναστροφῆς», Δαμασκ. Ι.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τρόπος]] ζωής, [[διαγωγή]] («[[χηροσύνη]] [[μετὰ]] ἀχράντου συναναστροφῆς», Επιφάν.).
}}
{{elru
|elrutext='''συναναστροφή:''' ἡ общение, связь: αἱ τῶν [[φίλων]] συναναστροφαί Diod. встречи с друзьями.
}}
}}

Revision as of 04:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναστροφή Medium diacritics: συναναστροφή Low diacritics: συναναστροφή Capitals: ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΗ
Transliteration A: synanastrophḗ Transliteration B: synanastrophē Transliteration C: synanastrofi Beta Code: sunanastrofh/

English (LSJ)

ἡ,

   A living with, intercourse, Epicur.Sent.Vat.18, LXX Wi.8.16, Phld.D.3 Fr.87, J.AJ18.6.9; πρός τινας Supp.Epigr. 7.825.7 (Jerash, ii A.D.): pl., D.S.4.4, Arr.Epict.1.9.5, Hierocl.p.58 A.

German (Pape)

[Seite 1000] ἡ, das Mitzurückkehren, Sp. – Bes. im, plur. Umgang, geselliges Vergnügen, D. Sic. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

συναναστροφή: ἡ, ἐν τῷ πληθ., τὸ συναναστρέφεσθαι, συνδιατριβή, ἐπιμιξία, Διόδ. 4. 4, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 9, 5, κτλ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συναναστρέφομαι
1. το να συναναστρέφεται, να επικοινωνεί κανείς φιλικά με άλλους, επικοινωνία, συγχρωτισμός, συντροφιά (α. «οι συναναστροφές της δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφὴ αὐτῆς οὐδὲ ὀδύνην ἡ συμβίωσις αὐτῆς», ΠΔ
γ. «διὰ τὴν τῶν ἀπίστων συναναστροφήν», Άνν. Κομν.)
2. φιλική συγκέντρωση, οικογενειακή δεξίωξη (α. «ένα φόρεμα κατάλληλο για το θέατρο, για μια συναναστροφή» β. «κατὰ δὲ τὰς φίλων συναναστροφάς», Διόδ.)
μσν.
η παρουσία του Χριστού στον κόσμο, η ενσάρκωση («τῆς καθ' ἡμᾱς αὐτοῡ συναναστροφῆς», Δαμασκ. Ι.)
μσν.-αρχ.
τρόπος ζωής, διαγωγήχηροσύνη μετὰ ἀχράντου συναναστροφῆς», Επιφάν.).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συναναστρέφομαι
1. το να συναναστρέφεται, να επικοινωνεί κανείς φιλικά με άλλους, επικοινωνία, συγχρωτισμός, συντροφιά (α. «οι συναναστροφές της δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφὴ αὐτῆς οὐδὲ ὀδύνην ἡ συμβίωσις αὐτῆς», ΠΔ
γ. «διὰ τὴν τῶν ἀπίστων συναναστροφήν», Άνν. Κομν.)
2. φιλική συγκέντρωση, οικογενειακή δεξίωξη (α. «ένα φόρεμα κατάλληλο για το θέατρο, για μια συναναστροφή» β. «κατὰ δὲ τὰς φίλων συναναστροφάς», Διόδ.)
μσν.
η παρουσία του Χριστού στον κόσμο, η ενσάρκωση («τῆς καθ' ἡμᾱς αὐτοῡ συναναστροφῆς», Δαμασκ. Ι.)
μσν.-αρχ.
τρόπος ζωής, διαγωγήχηροσύνη μετὰ ἀχράντου συναναστροφῆς», Επιφάν.).

Russian (Dvoretsky)

συναναστροφή: ἡ общение, связь: αἱ τῶν φίλων συναναστροφαί Diod. встречи с друзьями.