ταχύπους: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰχύπους:''' -ποδος, ὁ, ἡ, ταχύπουν, τό, γρήγορος στα πόδια, σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''τᾰχύπους:''' -ποδος, ὁ, ἡ, ταχύπουν, τό, γρήγορος στα πόδια, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰχύπους:''' 2, gen. ποδος (χῠ) быстроногий, быстрый ([[ἵππος]], [[ἴχνος]], [[κῶλον]] Eur.; [[κυναλώπηξ]] Arph.).
}}
}}

Revision as of 04:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠπους Medium diacritics: ταχύπους Low diacritics: ταχύπους Capitals: ΤΑΧΥΠΟΥΣ
Transliteration A: tachýpous Transliteration B: tachypous Transliteration C: tachypous Beta Code: taxu/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό,

   A swift-footed, fleet of foot E.Ba.782, Ar.Eq.1068; ἴχνος E.Tr.232 (anap.); κῶλον Id.Ba.168 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1076] ποδος, ὁ, ἡ, schnellfüßig; ἵπποι, Eur. Bacch. 781; ἴχνος, Troad. 232; κῶλον, Bacch. 168; Ar. Equ. 1063; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύπους: ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, ταχὺς τοὺς πόδας, ὡς τὸ ὠκύπους, Εὐρ. Βάκχ. 782, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068· ἴχνος Εὐρ. Τρῳ. 232· κῶλον ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 168.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ, ἡ)
aux pieds agiles.
Étymologie: ταχύς, πούς.

English (Slater)

τᾰχύπους
   1 swift footed ἱστάμεναι χορὸν [[[ταχύ]]]ποδα παρθένοι (Pae. 2.100)

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ
ο γρήγορος στα πόδια, αυτός που βαδίζει ή κινείται γρήγορα, γοργοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + πούς (πρβλ. βραδύπους)].

Greek Monotonic

τᾰχύπους: -ποδος, ὁ, ἡ, ταχύπουν, τό, γρήγορος στα πόδια, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχύπους: 2, gen. ποδος (χῠ) быстроногий, быстрый (ἵππος, ἴχνος, κῶλον Eur.; κυναλώπηξ Arph.).