Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπεκπροφεύγω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεκπροφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], αόρ. βʹ <i>-έφῠγον</i>· [[διαφεύγω]] [[κρυφά]], [[δραπετεύω]] και τρέπομαι σε [[φυγή]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ὑπεκπροφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], αόρ. βʹ <i>-έφῠγον</i>· [[διαφεύγω]] [[κρυφά]], [[δραπετεύω]] και τρέπομαι σε [[φυγή]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεκπροφεύγω:''' <b class="num">1)</b> тайно убегать (ὑπεκπροφυγὼν ἵκετο [[δῶμα]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> избегать, ускользать (τὴν Χάρυβδιν Hom.; κακότητα Hes.).
}}
}}

Revision as of 05:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκπροφεύγω Medium diacritics: ὑπεκπροφεύγω Low diacritics: υπεκπροφεύγω Capitals: ΥΠΕΚΠΡΟΦΕΥΓΩ
Transliteration A: hypekpropheúgō Transliteration B: hypekpropheugō Transliteration C: ypekprofeygo Beta Code: u(pekprofeu/gw

English (LSJ)

   A flee away secretly, escape and flee, ὑπεκπροφυγών Il. 20.147, 21.44; πῇ κεν ὑπεκπροφύγοιμι; Od.20.43: c. acc., εἴ πως . . ὑπεκπροφύγοιμι Χάρυβδιν 12.113; ὅτ' ἀνὴρ ὑπεκπροφύγῃ κακότητα Hes.Sc.42.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. φεύγω), heimlich aus einer Gefahr entfliehen, entkommen u. davonlaufen, Il. 20, 147. 21, 44 Od. 20, 43; – c. acc., Od. 12, 113; Hes. Sc. 42.

French (Bailly abrégé)

s’enfuir secrètement ; avec acc. : échapper à, éviter en fuyant.
Étymologie: ὑπό, ἐκ, προφεύγω.

English (Autenrieth)

aor. 2 -φύγοιμι, part. -φυγών: escape by furtive flight.

Greek Monolingual

Α
διαφεύγω, ξεφεύγω κρυφά ή με επιτήδειο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκπροφεύγω «φεύγω μακριά από κάποιον, ξεφεύγω»].

Greek Monotonic

ὑπεκπροφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, αόρ. βʹ -έφῠγον· διαφεύγω κρυφά, δραπετεύω και τρέπομαι σε φυγή, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκπροφεύγω: 1) тайно убегать (ὑπεκπροφυγὼν ἵκετο δῶμα Hom.);
2) избегать, ускользать (τὴν Χάρυβδιν Hom.; κακότητα Hes.).