ὑπεκπροφεύγω: Difference between revisions
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπεκπροφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], αόρ. βʹ <i>-έφῠγον</i>· [[διαφεύγω]] [[κρυφά]], [[δραπετεύω]] και τρέπομαι σε [[φυγή]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''ὑπεκπροφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], αόρ. βʹ <i>-έφῠγον</i>· [[διαφεύγω]] [[κρυφά]], [[δραπετεύω]] και τρέπομαι σε [[φυγή]], σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπεκπροφεύγω:''' <b class="num">1)</b> тайно убегать (ὑπεκπροφυγὼν ἵκετο [[δῶμα]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> избегать, ускользать (τὴν Χάρυβδιν Hom.; κακότητα Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A flee away secretly, escape and flee, ὑπεκπροφυγών Il. 20.147, 21.44; πῇ κεν ὑπεκπροφύγοιμι; Od.20.43: c. acc., εἴ πως . . ὑπεκπροφύγοιμι Χάρυβδιν 12.113; ὅτ' ἀνὴρ ὑπεκπροφύγῃ κακότητα Hes.Sc.42.
German (Pape)
[Seite 1186] (s. φεύγω), heimlich aus einer Gefahr entfliehen, entkommen u. davonlaufen, Il. 20, 147. 21, 44 Od. 20, 43; – c. acc., Od. 12, 113; Hes. Sc. 42.
French (Bailly abrégé)
s’enfuir secrètement ; avec acc. : échapper à, éviter en fuyant.
Étymologie: ὑπό, ἐκ, προφεύγω.
English (Autenrieth)
aor. 2 -φύγοιμι, part. -φυγών: escape by furtive flight.
Greek Monolingual
Α
διαφεύγω, ξεφεύγω κρυφά ή με επιτήδειο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκπροφεύγω «φεύγω μακριά από κάποιον, ξεφεύγω»].
Greek Monotonic
ὑπεκπροφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, αόρ. βʹ -έφῠγον· διαφεύγω κρυφά, δραπετεύω και τρέπομαι σε φυγή, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκπροφεύγω: 1) тайно убегать (ὑπεκπροφυγὼν ἵκετο δῶμα Hom.);
2) избегать, ускользать (τὴν Χάρυβδιν Hom.; κακότητα Hes.).