φοινικοῦς: Difference between revisions
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
(45) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ῆ, -οῦν, και ασυναίρ. τ. [[φοινίκεος]], -έα, -εον, και φαινικοῡς, -οῡν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βαθυκόκκινο [[χρώμα]], [[πορφυρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φοινικοῡν</i><br />το βαθυκόκκινο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οῦς</i> / -<i>εος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χρυσ</i>-<i>οῦς</i> / -<i>έος</i>). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. του θηλ. <i>ponikea</i>].———————— <b>(II)</b><br />-οῦσα, -οῦν, Α<br /><b>βλ.</b> [[φοινικόεις]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ῆ, -οῦν, και ασυναίρ. τ. [[φοινίκεος]], -έα, -εον, και φαινικοῡς, -οῡν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βαθυκόκκινο [[χρώμα]], [[πορφυρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φοινικοῡν</i><br />το βαθυκόκκινο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οῦς</i> / -<i>εος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χρυσ</i>-<i>οῦς</i> / -<i>έος</i>). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. του θηλ. <i>ponikea</i>].———————— <b>(II)</b><br />-οῦσα, -οῦν, Α<br /><b>βλ.</b> [[φοινικόεις]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φοινῑκοῦς:''' Xen., Arst. = [[φοινίκεος]].<br />οῦντος ὁ пальмовая роща Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ῆ, οῦν,
A v. φοινίκεος.
German (Pape)
[Seite 1296] οῦντος, ὁ, = φοινικών, Palmenwald, D. Sic. 3, 42. οῦσσα, οῦν, zsgzgn statt φοινικόεις, w. m. s. ῆ, οῦν, zsgzgn statt φοινίκεος, Xen. u. A.; vgl. Lob. Phryn. 148.
Greek (Liddell-Scott)
φοινικοῦς: -ῆ, -οῦν, ἴδε φοινικόεις
French (Bailly abrégé)
ῆ, οῦν :
d’un rouge de pourpre, écarlate.
Étymologie: φοῖνιξ¹.
Greek Monolingual
(I)
-ῆ, -οῦν, και ασυναίρ. τ. φοινίκεος, -έα, -εον, και φαινικοῡς, -οῡν, Α
1. αυτός που έχει βαθυκόκκινο χρώμα, πορφυρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινικοῡν
το βαθυκόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + κατάλ. -οῦς / -εος (πρβλ. χρυσ-οῦς / -έος). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. του θηλ. ponikea].———————— (II)
-οῦσα, -οῦν, Α
βλ. φοινικόεις.
Russian (Dvoretsky)
φοινῑκοῦς: Xen., Arst. = φοινίκεος.
οῦντος ὁ пальмовая роща Diod.