χλοάζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(46)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[χλοάω]] Α [[χλόη]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[χλοερός]], [[πρασινίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[χρώμα]] πράσινο, όπως οι τρυφεροί βλαστοί («τῶν φυτῶν τὰ μὲν ἀεὶ τέθηλέ τε καὶ χλοάζει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>χλοάζομαι</i><br />[[τρώω]] χλωρά χόρτα.
|mltxt=ΝΜΑ, και [[χλοάω]] Α [[χλόη]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[χλοερός]], [[πρασινίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[χρώμα]] πράσινο, όπως οι τρυφεροί βλαστοί («τῶν φυτῶν τὰ μὲν ἀεὶ τέθηλέ τε καὶ χλοάζει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>χλοάζομαι</i><br />[[τρώω]] χλωρά χόρτα.
}}
{{elru
|elrutext='''χλοάζω:''' <b class="num">1)</b> становиться зеленым, зеленеть (τὰ φυτὰ χλοάζει Arst., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> быть зеленым: ἡ χλοάζουσα [[χροιά]] Arst. зеленый цвет, зелень.
}}
}}

Revision as of 06:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλοάζω Medium diacritics: χλοάζω Low diacritics: χλοάζω Capitals: ΧΛΟΑΖΩ
Transliteration A: chloázō Transliteration B: chloazō Transliteration C: chloazo Beta Code: xloa/zw

English (LSJ)

(χλόη)

   A to be bright green, Arist.Mir.846b13: esp. of plants, Corn.ND28, Plu.2.517d, Gp.11.18.8; τὸ χλοάζον πᾶν Ael. VH3.1.    II sprout, bud, Nic.Th.576; σπέρμα παρ' ἀτραπιτοῖσι χλοάζον ib.917.    III Med., feed on grass, Hippiatr.97.    IV metaph., ἄρτι χλοαζούσας αὐλητρίδας budding, cj. for χνο- in Metag.4.3 (hex.).

German (Pape)

[Seite 1359] junge Keime od. Sprossen treiben, grünen, bes. grüngelb, wie die jungen Keime aussehen; φολὶς χλοάζουσα Arist. mirab. 178; Nic. Th. 147. 576.

Greek (Liddell-Scott)

χλοάζω: μέλλ. άσω, (χλόη) εἶμαι ἢ γίνομαι χλοερός, πρασινίζω, ἐπὶ νέων φυτῶν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 5., 1. 5, 10˙- ἐπὶ χρώματος, εἶμαι ζωηρῶς πράσινος, αὐτόθι 2. 8, 1, περὶ Θαυμ. 164, Νικ. Θηρ. 576. ΙΙ. Μέσ., τρέφομαι ἐκ χλόης, τρώγω χλόην, δηλ. χόρτον χλωρόν, Ἱππιατρ. κτλ.- Καθ’ Ἡσύχ.: «χλοάζει˙ ἀνθηρός ἐστιν, ἀνθηρεύεται», καί: «χλοάζεσθαι˙ γαστρίζεσθαι», καί: «χλοάσουσι˙ βλαστήσουσιν».

French (Bailly abrégé)

germer.
Étymologie: χλόη.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και χλοάω Α χλόη
είμαι ή γίνομαι χλοερός, πρασινίζω
μσν.-αρχ.
1. έχω χρώμα πράσινο, όπως οι τρυφεροί βλαστοί («τῶν φυτῶν τὰ μὲν ἀεὶ τέθηλέ τε καὶ χλοάζει», Πλούτ.)
2. μέσ. χλοάζομαι
τρώω χλωρά χόρτα.

Russian (Dvoretsky)

χλοάζω: 1) становиться зеленым, зеленеть (τὰ φυτὰ χλοάζει Arst., Plut.);
2) быть зеленым: ἡ χλοάζουσα χροιά Arst. зеленый цвет, зелень.