Χείρων: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Χείρων:''' -ωνος, Αιολ. Χέρρων, ὁ ([[χείρ]]), [[Χείρων]], [[ένας]] από τους Κενταύρους, [[διάσημος]] [[χειρουργός]] (πρβλ. [[χειρουργός]] II), [[δάσκαλος]] του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''Χείρων:''' -ωνος, Αιολ. Χέρρων, ὁ ([[χείρ]]), [[Χείρων]], [[ένας]] από τους Κενταύρους, [[διάσημος]] [[χειρουργός]] (πρβλ. [[χειρουργός]] II), [[δάσκαλος]] του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''Χείρων:''' ωνος ὁ Хирон (фессалийский кентавр, мудрый целитель, учитель Ахилла Hom., Асклепия и Ясона Pind.).
}}
}}

Revision as of 06:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Χείρων Medium diacritics: Χείρων Low diacritics: Χείρων Capitals: ΧΕΙΡΩΝ
Transliteration A: Cheírōn Transliteration B: Cheirōn Transliteration C: CHeiron Beta Code: *xei/rwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, Aeol. Χέρρων Alc.Supp.8.9, Dor. and Thess. Χιρων [ῑ] IG12(3).360 (Thera), Supp.Epigr.1.248.6 (Thessaly, iv B.C.):—

   A Cheiron, one of the Centaurs, δικαιότατος Κενταίρων Il.11.832; son of Cronus and Philyra, Hes. Th.1001, etc.: teacher of Achilles, Il. l. c., 16.143, 19.390; of Asclepius and Jason, Pi.N.3.53; worshipped as the father of the Art of Medicine, Plu.2.647a: Χείρωνος ὑποθῆκαι, title of a poem ascribed to Hes., Quint.Inst.1.1.15, Sch. Pi.P.6.16.    II Χείρωνος ῥίζα, = πάνακες τὸ Χειρώνειον (v. Χειρώνειος 11, Nic.Th.500.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
Chiron, centaure de Thessalie qui enseigna à Asclépios et à Achille l’art de guérir.
Étymologie:.

English (Autenrieth)

Chiron, the centaur, skilled in the arts of healing and prophecy, the instructor of Asclepius and Achilles, δικαιότατος Κενταύρων, Il. 11.832, Il. 4.219, Π 1, Il. 19.390.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και Χείρωνας Ν, και αιολ. τ. Χέρρων και θεσσαλ. τ. Χέρων, Α
μυθ. περιώνυμος κένταυρος, γιος του Κρόνου και της Φιλύρας, τον οποίο στη Θεσσαλία θεωρούσαν ως χθόνιο θεό, προστάτη της ιατρικής
νεοελλ.
αστρον. ο πιο απομακρυσμένος από τους γνωστούς αστεροειδείς, που ανακαλύφθηκε το 1977
αρχ.
φρ. α) «Χείρωνος ῥίζα» — το φυτό χειρώνειον (Νίκ.)
β) «Χείρωνος ὑποθῆκαι» — τίτλος διδακτικού ποιήματος, πιθανώς του Ησιόδου (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < χείρ, χειρός. Ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chiron].

Greek Monotonic

Χείρων: -ωνος, Αιολ. Χέρρων, ὁ (χείρ), Χείρων, ένας από τους Κενταύρους, διάσημος χειρουργός (πρβλ. χειρουργός II), δάσκαλος του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

Χείρων: ωνος ὁ Хирон (фессалийский кентавр, мудрый целитель, учитель Ахилла Hom., Асклепия и Ясона Pind.).