κίδναμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(3)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κίδνᾰμαι:''' (только praes. и impf.) рассеиваться, распространяться, тж. распростираться, раскидываться (ὑπεὶρ ἅλα, πᾶσαν ἐπ᾽ αἶαν Hom.; κατὰ χῶρον Pind.): [[ὕπνος]] ἐπ᾽ ὄσσοις κίδναται Eur. сон спускается на очи.
|elrutext='''κίδνᾰμαι:''' (только praes. и impf.) рассеиваться, распространяться, тж. распростираться, раскидываться (ὑπεὶρ ἅλα, πᾶσαν ἐπ᾽ αἶαν Hom.; κατὰ χῶρον Pind.): [[ὕπνος]] ἐπ᾽ ὄσσοις κίδναται Eur. сон спускается на очи.
}}
{{elnl
|elnltext=κίδναμαι zich verspreiden, zich ontvouwen:. ὑπεὶρ ἅλα κίδναται ἠώς de dageraad verspreidt zich over de zee Il. 23.227.
}}
}}

Revision as of 07:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίδναμαι Medium diacritics: κίδναμαι Low diacritics: κίδναμαι Capitals: ΚΙΔΝΑΜΑΙ
Transliteration A: kídnamai Transliteration B: kidnamai Transliteration C: kidnamai Beta Code: ki/dnamai

English (LSJ)

Pass. of κίδνημι (only found in the compd. ἐπικ-), poet. for σκεδάννυμαι, used only in pres. and impf.,

   A to be spread abroad or over, of the dawning day, ὑπεὶρ ἅλα κίδναται ἠώς Il.23.227, cf. 8.1; ὀδμὰ κατὰ χῶρον κ. Pi.Fr.129.6; κιδναμέναν μελιαδέα γᾶρυν prob. in Simon.41: once in Trag., ὕπνος ἐπ' ὄσσοις κ. E.Hec.916 (lyr., v.l. for σκίδ-) ; κολοιῶν κρωγμὸς . . κιδνάμενος AP7.713 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1437] p. = σκεδάννυμαι, verbreitet, zerstreu't werden, sich ausbreiten; ὑπεὶρ ἅλα, πᾶσαν ἐπ' αἶαν κίδναται Ἠώς, das Licht verbreitet sich über Land u. Meer, Il. 8, 1. 23, 227; ὀδμὰ κατὰ χῶρον Pind. frg. 95; ὕπνος ἡδὺς ἐπ' ὄσσοις κίδναται Eur. Hec. 916; κιδνάμενος ἐν νεφέλαις κολοιῶν κρωγμός Antp. Sid. 47 (VII, 713).

Greek (Liddell-Scott)

κίδναμαι: παθ. τοῦ κίδνημι (ὅπερ εὕρηται μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπικ-, ἔχον πρὸς τὸ σκίδνημι ὡς τὸ κεδάζω πρὸς τὸ σκεδάζω), ποιητ. ἀντὶ σκεδάννυμαι, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐξαπλοῦμαι ὑπεράνω, ἐκτείνομαι, ἐπὶ τῆς ἀνατελλούσης ἡμέρας, πᾶσαν ἐπ’ αἶαν κ. Ἠὼς Ἰλ. Θ. 1· ὑπεὶρ ἅλα κίδναται Ἠὼς Ψ. 227· ὀδμὰ κατὰ χῶρον κ. Πινδ. Ἀποσπ. 95. 6· ἅπαξ παρὰ τραγ., ὕπνος ἐπ’ ὄσσοις κ. Εὐρ. Ἑκ. 916· κολοιῶν κρωγμὸς... κιδνάμενος Ἀνθ. Π. 7. 713.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἐκιδνάμην;
se répandre.
Étymologie: R. Κιδ de Σκιδ, cf. σκεδάννυμι.

English (Autenrieth)

(κίδνημι = σκεδάννῦμι): Ἠώς, be diffused.

English (Slater)

κίδνᾰμαι intrans.,
   1 spread ὀδμὰ δ' ἐρατὸν κατὰ χῶρον κίδναται Θρ. 7. 8.

Greek Monolingual

κίδναμαι (Α)
(ποιητ. τ. αντί σκεδάννυμαι
μόνο στον ενεστ. και παρατ.)
εξαπλώνομαι πάνω από κάτι, σκορπίζομαι («Ἠὼς μέν... ἐκίδνατο πᾱσαν ἐπ' αἶαν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκεδάννυμι.

Greek Monotonic

κίδναμαι: Παθ., = σκεδάννυμαι, μόνο στον ενεστ. και παρατ., απλώνω από πάνω, εξαπλώνομαι, εκτείνομαι, λέγεται για τη μέρα που ξημερώνει, σε Ομήρ. Ιλ.· ὕπνος ἐπ' ὄσσοις κ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κίδνᾰμαι: (только praes. и impf.) рассеиваться, распространяться, тж. распростираться, раскидываться (ὑπεὶρ ἅλα, πᾶσαν ἐπ᾽ αἶαν Hom.; κατὰ χῶρον Pind.): ὕπνος ἐπ᾽ ὄσσοις κίδναται Eur. сон спускается на очи.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίδναμαι zich verspreiden, zich ontvouwen:. ὑπεὶρ ἅλα κίδναται ἠώς de dageraad verspreidt zich over de zee Il. 23.227.