καταπρίω: Difference between revisions
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(2b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταπρίω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> распиливать (κορμοὺς ξόλων Her.);<br /><b class="num">2)</b> разрезать или раскусывать (τὸ [[κύμινον]] Theocr.). | |elrutext='''καταπρίω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> распиливать (κορμοὺς ξόλων Her.);<br /><b class="num">2)</b> разрезать или раскусывать (τὸ [[κύμινον]] Theocr.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-πρίω zagen, doorsnijden:. καταπρίων τὸ κύμινον de komijn doorsnijdend Theocr. 10.55. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῑ],
A saw up, κορμοὺς ξύλων Hdt.7.36; saw asunder, LXXSu.59. 2 cut or bite into pieces, κύμινον Theoc.10.55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al.283.
German (Pape)
[Seite 1372] (s. πρίω), zersägen; κορμούς Her. 7, 36; zerbeißen, theilen, κύμινον Theocr. 10, 55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al. 283.
Greek (Liddell-Scott)
καταπρίω: ῑ, καταπριονίζω, σχίζω διὰ πρίονος, καταπρίσαντες κορμοὺς ξύλων Ἡρόδ. 7. 36. 2) κατακόπτω ἢ κατασπαράττω διὰ τῶν ὀδόντων εἰς τεμάχια, κ. τὸ κύμινον Θεόκρ. 10. 55, πρβλ., κ. γλῶσσαν κυνόδοντι Νικ. Ἀλεξιφ. 283∙- ὡσαύτως -πρίζω, διὰ τῆς θλίψεως ἁλίσκεσθαι καὶ καταπρίζεσθαι Ἀμφίλοχ.
French (Bailly abrégé)
scier, couper.
Étymologie: κατά, πρίω.
Greek Monolingual
καταπρίω (Α)
1. σχίζω με το πριόνι, καταπριονίζω
2. σχίζω εντελώς
3. τεμαχίζω, κομματιάζω με τα δόντια
4. παθ. καταπρίομαι
μτφ. κατατρώγομαι, βασανίζομαι από τη θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πρίω «πριονίζω»].
Greek Monotonic
καταπρίω: [ῑ], μέλ. -πριοῦμαι,
1. πριονίζω, σε Ηρόδ.
2. κόβω ή κατασπαράττω, ξεσχίζω σε κομμάτια, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
καταπρίω: (ῑ)
1) распиливать (κορμοὺς ξόλων Her.);
2) разрезать или раскусывать (τὸ κύμινον Theocr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πρίω zagen, doorsnijden:. καταπρίων τὸ κύμινον de komijn doorsnijdend Theocr. 10.55.