κνηστίς: Difference between revisions
From LSJ
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
(3) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κνηστίς:''' ίδος ἡ головная шпилька Plut. | |elrutext='''κνηστίς:''' ίδος ἡ головная шпилька Plut. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κνηστίς, -ίδος, ἡ [κνάω] haarspeld. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A hollow hair-pin, Plu.Ant.86.
German (Pape)
[Seite 1460] ίδος, ἡ, κοίλη, bei Plut. Anton. 86 eine Art Frisir- oder Haarnadel, calamistrum; D. Cass. 51, 14, in derselben Erzählung, steht βελόνη dafür.
Greek (Liddell-Scott)
κνηστίς: -ίδος, ἡ, παρὰ Πλουτ. ἐν Ἀντων. 86, φαίνεται ὅτι ἦτο περόνη τις, δι’ ἧς ἡ Κλεοπάτρα συνεκράτη τὴν κόμην αὑτῆς οὖσα ἔνδοθεν κοίλη πρὸς ἀπόκρυψιν δηλητηρίου˙ καλουμένη βελόνη παρὰ τῷ Ξιφιλίν. σ. 56.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
aiguille à coiffer.
Étymologie: κνάω.
Greek Monolingual
κνηστίς, -ίδος, ἡ (Α) κνω
διακοσμητική καρφίτσα τών μαλλιών.
Russian (Dvoretsky)
κνηστίς: ίδος ἡ головная шпилька Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνηστίς, -ίδος, ἡ [κνάω] haarspeld.