κνάφος: Difference between revisions
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κνάφος:''' и [[γνάφος]] (ᾰ) ὁ чесалка, чесальный гребень (тж. как орудие пытки) (ἐπὶ κνάφου ἕλκειν τινά Her.). | |elrutext='''κνάφος:''' и [[γνάφος]] (ᾰ) ὁ чесалка, чесальный гребень (тж. как орудие пытки) (ἐπὶ κνάφου ἕλκειν τινά Her.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κνάφος -ου, ὁ [~ κνάπτω] later γνάφος, wolkam; uitbr. als folterwerktuig:. ἐπὶ κνάφου ἕλκειν over de hekel halen (= folteren ) Hdt. 1.92.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A prickly teasel, Alc.Com.35; used by fullers to card or clean cloth, Sch.Ar.Pl.166. 2 = ἱπποφαές, Gal.19.106. II carding-comb, also used as an instrument of torture, ἐπὶ κνάφου ἕλκειν τινά Hdt.1.92 (κναφηΐον codd.), cf. Hp.Mul. 2.114, Plu.2.858e (γναφ-), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1459] ὁ, und später γνάφος, die stachligen Karden, mit welchen der Walker das Tuch aufkratzt, Schol. Ar. Plut. 166. – Auch ein stachliges Marterwerkzeug, Her. 1, 92; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κνάφος: ὁ, (κνάω) ἀκανθῶδες φυτὸν δι’ οὗ ξύουσι τὰ ἱμάτια, τοῦτο μεταχειρίζονται νῦν οἱ φεσοποιοί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 166, πρβλ. Ἀλκαῖ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 2. ΙΙ. κτεὶς ἐν χρήσει πρὸς λανάρισμα, καὶ ὡς ὄργανον βασανιστήριον, ἐπὶ κνάφου ἕλκειν τινὰ Ἡρόδ. 1. 92, ἔνθα ἴδε Wessel., πρβλ. Πλούτ. 2. 858Ε, Σουΐδ. ἐν λέξ. ― ἴδε κνάπτω ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
réc. γνάφος;
ου (ὁ) :
instrument de torture muni de pointes.
Étymologie: cf. κνάω, κναφεύω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κνάφος: ὁ (κνάω),
I. ακανθώδες φυτό με το οποίο ξένουν τα ρούχα.
II. κτένι για λανάρισμα, που χρησιμοποιούνταν επίσης και ως όργανο βασανισμού, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κνάφος: и γνάφος (ᾰ) ὁ чесалка, чесальный гребень (тж. как орудие пытки) (ἐπὶ κνάφου ἕλκειν τινά Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνάφος -ου, ὁ [~ κνάπτω] later γνάφος, wolkam; uitbr. als folterwerktuig:. ἐπὶ κνάφου ἕλκειν over de hekel halen (= folteren ) Hdt. 1.92.4.