κορέω: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κορέω:''' <b class="num">I</b><br /><b class="num">1)</b> подметать, чистить ([[δῶμα]] Hom.; τὸ [[παιδαγωγεῖον]] Dem.);<br /><b class="num">2)</b> шутл. вычищать, выметать, опустошать (τὴν Ἑλλάδα Arph.);<br /><b class="num">3)</b> [[Sappho]], Anacr. = βινεῖν.<br /><b class="num">II</b> эп. fut. к [[κορέννυμι]]. | |elrutext='''κορέω:''' <b class="num">I</b><br /><b class="num">1)</b> подметать, чистить ([[δῶμα]] Hom.; τὸ [[παιδαγωγεῖον]] Dem.);<br /><b class="num">2)</b> шутл. вычищать, выметать, опустошать (τὴν Ἑλλάδα Arph.);<br /><b class="num">3)</b> [[Sappho]], Anacr. = βινεῖν.<br /><b class="num">II</b> эп. fut. к [[κορέννυμι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κορέω vegen, schoonmaken:. δῶμα κορήσατε veegt het huis schoon Od. 20.149. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 1 January 2019
English (LSJ)
(A),
A sweep out, δῶμα κορήσατε ποιπνύσασαι Od.20.149; τὴν αὐλὴν κόρει Eup.157; κ. τὸ παιδαγωγεῖον D.18.258. II = ἐξυβρίζω, Hsch.: hence κεκορημένος, sens. obsc., Anacr.5.
κορέω (B),
A v. κορέννυμι. κορζία, v. καρδία.
Greek (Liddell-Scott)
κορέω: σπείρω, σαρώνω, καθαίρω, καθαρίζω, δῶμα κορήσατε ποιπνύσασαι Ὀδ. Υ. 149· τὴν αὐλὴν κόρει Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 9 κ. τὸ παιδαγωγεῖον Δημ. 313. 12· κ. τὴν Ἑλλάδα, σαρώνω, ἀφαιρῶ τοὺς κατοίκους αὐτῆς, ἐρημώνω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 59. ΙΙ. ἐξυβρίζω, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν κεκορημένος, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Σαπφὼ 53, Ἀνακρ. 5· ὅπερ τινὲς ἀναφέρουσιν εἰς τὸ κορέννυμι, ἀλλ’ ἴδε Εὐστ. 1542. 47.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
nettoyer en balayant, en lavant, acc..
Étymologie: DELG étym. non établie.
2-ῶ :
fut. ion. épq. de κορέννυμι.
English (Autenrieth)
aor. imp. κορήσατε: sweep, sweep out, Od. 20.149†.
Greek Monolingual
(I)
κορέω (Α)
βλ. κορεννύω.———————— (II)
κορέω (Α)
1. σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω («τὴν αὐλὴν κόρει», Συρ.)
2. ερημώνω, σαρώνω έναν τόπο, εξολοθρεύω τους κατοίκους («κατάθου τὸ κόρημα
μὴ 'κκόρει τὴν Ἑλλάδα» — άφησε κάτω τη σκούπα
μη σαρώνεις την Ελλάδα, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Βλ. και κόρος (ΙΙΙ).
ΠΑΡ. κόρηθρον, κόρημα
αρχ.
κόρος (ΙΙΙ).
ΣΥΝΘ. αρχ. ανακορέω, αποκορέω, εκκορέω, παρακορέω.———————— (III)
κορέω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) εξυβρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. στο θ. κορ- του ρ. κορέννυμι. Την υπόθεση αυτή ενισχύει και η ύπαρξη της γλώσσας του Ησυχίου «κώρα
ύβρις», η οποία ανάγεται, κατά μία άποψη, στην εκτεταμένη βαθμίδα κωρ- του ίδιου θέματος, μολονότι η γνησιότητά της αμφισβητείται].
Greek Monotonic
κορέω: Ιων. μέλ. του κορέννυμι.
• κορέω: μέλ. -ήσω, σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω, σε Ομήρ. Οδ.· κ.τὴν Ἑλλάδα, σαρώνω την Ελλάδα, αφανίζω τους κατοίκους, ερημώνω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κορέω: I
1) подметать, чистить (δῶμα Hom.; τὸ παιδαγωγεῖον Dem.);
2) шутл. вычищать, выметать, опустошать (τὴν Ἑλλάδα Arph.);
3) Sappho, Anacr. = βινεῖν.
II эп. fut. к κορέννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορέω vegen, schoonmaken:. δῶμα κορήσατε veegt het huis schoon Od. 20.149.