κόλλιξ: Difference between revisions
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κόλλιξ:''' ῑκος ὁ булка из ячменной муки грубого помола, ячменный хлебец (см. [[κολλικοφάγος]]). | |elrutext='''κόλλιξ:''' ῑκος ὁ булка из ячменной муки грубого помола, ячменный хлебец (см. [[κολλικοφάγος]]). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κόλλιξ -ικος, ἡ, geneesk. schijfje, pil. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ῑκος, ὁ,
A roll or loaf of coarse bread, Hippon.35.6, Nicopho 15; κ. Θεσσαλικός Archestr.Fr.4.12. II Medic., = τροχίσκος, rubbed up and taken in wine, Hp.Int.23, cf. Gal.19.103; = κολλύριον 1.1, Hp.Epid.2.6.29.
German (Pape)
[Seite 1473] ικος, ὁ, ein länglich rundes, grobes Brot; κρίθινος Hipponax bei Ath. VII, 304 b; vgl. Ephipp. ib. III, 112 a; nach Galen. auch kleine, runde Kuchen. – Bei Ar. Ran. 575 steht κόλικας mit kurzem ι.
Greek (Liddell-Scott)
κόλλιξ: -ῑκος, ὁ, πλακούντιον ἢ ἄρτος ἐκ χονδροῦ ἀλεύρου, Ἱππῶν. 20, Ἔφιππ. ἐν «Ἀρτέμιδι» 1, Νικοφ. ἐν «Χειρογάστορσιν» 2, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 112Α· ― μεταγεν. ὑποκορ. κολλίκιον, τό, Γρηγ. Κορ. 549. ῑ ἐν τῇ γεν., ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 576, ἤδη διορθοῦται χόλῐκας.
French (Bailly abrégé)
ικος (ὁ) :
1 pain d’orge grossier de forme ronde;
2 pastille.
Étymologie: κόλλα.
Greek Monolingual
κόλλιξ, -ικος, ὁ (Α)
1. είδος πίτας στρογγυλού σχήματος από αλεύρι χοντροαλεσμένο («σῦκα μέτρια τρώγων καὶ κρίθινον κόλλικα», Ιππων.)
2. χάπι, καταπότιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε πιθ. η ρωσ., προβλ. kulič «πασχαλινό γλύκισμα»].
Greek Monotonic
κόλλιξ: -ῑκος, ὁ, πλακούντας ή άρτος από χονδρό αλεύρι.
Russian (Dvoretsky)
κόλλιξ: ῑκος ὁ булка из ячменной муки грубого помола, ячменный хлебец (см. κολλικοφάγος).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόλλιξ -ικος, ἡ, geneesk. schijfje, pil.