παλίμπλυτος: Difference between revisions

From LSJ

Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech

Source
(3b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πᾰλίμπλῠτος:''' перемывающий, т. е. подчищающий (чужие рукописи, чтобы выдать их за свои): π. [[κηφήν]] Anth. трутень-плагиатор.
|elrutext='''πᾰλίμπλῠτος:''' перемывающий, т. е. подчищающий (чужие рукописи, чтобы выдать их за свои): π. [[κηφήν]] Anth. трутень-плагиатор.
}}
{{elnl
|elnltext=παλίμπλυτος -ον [πάλιν, πλύνω] opnieuw gewassen, opgepoetst; overdr., verwijzend naar clichés of plagiaat tweedehands.
}}
}}

Revision as of 07:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίμπλῠτος Medium diacritics: παλίμπλυτος Low diacritics: παλίμπλυτος Capitals: ΠΑΛΙΜΠΛΥΤΟΣ
Transliteration A: palímplytos Transliteration B: palimplytos Transliteration C: palimplytos Beta Code: pali/mplutos

English (LSJ)

ον,

   A washed up again, vamped up: metaph., of a plagiarist who retouches the works of others and passes them off for his own, κηφὴν π. AP7.708 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 449] wieder gewaschen; übtr. κηφὴν παλ., Diosc. 30 (VII, 708), der die Werke Anderer wieder aufputzt und für die seinigen ausgiebt, plagiarius.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμπλυτος: -ον, ἐκ νέου πλυθείς, ἀνακαθαρθείς· μεταφορ., ἐπὶ συγγραφέως σφετεριζομένου τὰ ἔργα τῶν ἄλλων, ἀνακαινίζοντος ἢ τροποποιοῦντος αὐτὰ καὶ ἐκδιδόντος ὡς ἴδια ἑαυτοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 708.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lave pour refaire, càd, fig. plagiaire.
Étymologie: πάλιν, πλύνω.

Greek Monolingual

παλίμπλυτος, -ον (Α)
1. αυτός που πλύθηκε εκ νέου
2. μτφ. (για λογοκλόπο) αυτός που επεξεργάζεται ή τροποποιεί τα έργα τών άλλων και τά εκδίδει σαν να ήταν δικά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πλυτός (< πλύνω)].

Greek Monotonic

πᾰλίμπλῠτος: -ον, αυτός που πλένεται από την αρχή, συρραμμένος, συγκολλημένος· μεταφ., λέγεται για λογοκλόπο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίμπλῠτος: перемывающий, т. е. подчищающий (чужие рукописи, чтобы выдать их за свои): π. κηφήν Anth. трутень-плагиатор.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίμπλυτος -ον [πάλιν, πλύνω] opnieuw gewassen, opgepoetst; overdr., verwijzend naar clichés of plagiaat tweedehands.