πέλεθρον: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(3b) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πέλεθρον:''' τό эп. = [[πλέθρον]]. | |elrutext='''πέλεθρον:''' τό эп. = [[πλέθρον]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πέλεθρον -ου, τό ep. voor πλέθρον. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 1 January 2019
English (LSJ)
τό,
A = πλέθρον, a measure of land, Il.21.407, Od.11.577, IG22.1126.17 (Delph.), 9(1).693 (Corc., from Cydonia). II stadium, running-ground, οἰκοδομήσας π. ib.14.10 (Syrac.).
German (Pape)
[Seite 550] τό, = πλέθρον, Hufe oder Morgen Landes, Il. 21, 407 Od. 11, 577 u. einzeln bei sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πέλεθρον: τό, ἐκτεταμένος τύπος τοῦ πλέθρον, μέτρον γῆς, μάλιστα παρ’ Ἐπικ., Ἰλ. Φ. 407, Ὀδ. Λ. 577˙ ὡσαύτως ἔν τινι Δελφ. ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 17, πρβλ. 1840. 4)˙ πελέθρισμα, τό, = πλέθρισμα, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. πλέθρον.
English (Autenrieth)
plethron, a measure of surface 100 ft. square, about 1/4 of an acre.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. πλέθρο.
Greek Monotonic
πέλεθρον: τό, αρχ. τύπος του πλέθρον, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
πέλεθρον: τό эп. = πλέθρον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέλεθρον -ου, τό ep. voor πλέθρον.