πλημμέλεια: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πλημμέλεια:''' ἡ<b class="num">1)</b> муз. фальшивая нота, ошибка Plut.;<br /><b class="num">2)</b> недосмотр, оплошность, неправильность, погрешность, заблуждение Isocr., Plat., Arst. | |elrutext='''πλημμέλεια:''' ἡ<b class="num">1)</b> муз. фальшивая нота, ошибка Plut.;<br /><b class="num">2)</b> недосмотр, оплошность, неправильность, погрешность, заблуждение Isocr., Plat., Arst. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλημμέλεια -ας, ἡ [πλημμελέω] wanklank; uitbr. vergissing, fout. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ, prop.
A mistake in music, false note, but in usage, metaph., fault, error, esp. in taste or judgement, Pl.Ap.22d; διὰ π. καὶ ἀμουσίαν Id.Lg.691a; faultiness in metre, etc., Plu.2.396d; ἀσέβεια ἡ περὶ θεοὺς π. Arist.VV1251a31 (hence in LXX, trespass, sin, Le.6.5, al.; εἰς πλημμέλειαν for a sin-offering, ib.5.18): freq. in pl., αἱ π. αἱ ἐν τοῖς πράγμασιν Isoc.8.56, etc.
German (Pape)
[Seite 633] ἡ, Fehler, Versehen, Vergehen, Vergehung; eigtl. Fehler im Singen, καὶ ἀμουσία, Plat. Legg. III, 691 a, καὶ ῥᾳθυμία, Clit. 407 c; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πλημμέλεια: ἡ, σφάλμα ἐν τῇ μουσικῇ, παραφωνία, παρατονία, Πλούτ. 2. 396D. ΙΙ. μεταφορ., σφάλμα, λάθος, ἁμαρτία, Πλάτ. Ἀπολ. 22D· διὰ πλ. καὶ ἀμουσίαν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 691A· ἀσέβεια ἡ πρὸς τοὺς θεοὺς πλ. Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 1· συχν. ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 170E, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 fausse note ou faute contre la mesure t. de mus.
2 fig. faute commise par négligence, faute.
Étymologie: πλημμελής.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ πλημμελώ
παράλειψη του να πράξει κανείς το σωστό, σφάλμα ή αμάρτημα
αρχ.
μουσ. παραφωνία.
Greek Monotonic
πλημμέλεια: ἡ, λάθος στη μουσική, λανθασμένη νότα, παραφωνία· μεταφ., λάθος, αμαρτία, σφάλμα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
πλημμέλεια: ἡ1) муз. фальшивая нота, ошибка Plut.;
2) недосмотр, оплошность, неправильность, погрешность, заблуждение Isocr., Plat., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλημμέλεια -ας, ἡ [πλημμελέω] wanklank; uitbr. vergissing, fout.