ποτιπίπτω: Difference between revisions
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(4) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ποτῐπίπτω:''' дор. Aesch. = [[προσπίπτω]]. | |elrutext='''ποτῐπίπτω:''' дор. Aesch. = [[προσπίπτω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ποτιπίπτω Dor. voor προσπίπτω. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:12, 1 January 2019
English (LSJ)
A = προσπ-, A.Th.94 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ποτιπίπτω: Δωρ. ἀντὶ προσπ-, Αἰσχύλ. Θήβ. 95.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) προσπίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + πίπτω.
Greek Monotonic
ποτιπίπτω: Δωρ. αντί προσ-πίπτω, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ποτῐπίπτω: дор. Aesch. = προσπίπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτιπίπτω Dor. voor προσπίπτω.