συνεξετάζω: Difference between revisions

From LSJ

σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part

Source
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> rechercher <i>ou</i> examiner ensemble;<br /><b>II.</b> <i>Pass.</i> <b>1</b> se faire rechercher <i>ou</i> poursuivre en justice avec, τινι;<br /><b>2</b> être mis au rang de, être du parti de, τινι;<br /><b>3</b> se comparer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξετάζω]].
|btext=<b>I.</b> rechercher <i>ou</i> examiner ensemble;<br /><b>II.</b> <i>Pass.</i> <b>1</b> se faire rechercher <i>ou</i> poursuivre en justice avec, τινι;<br /><b>2</b> être mis au rang de, être du parti de, τινι;<br /><b>3</b> se comparer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξετάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[ερευνώ]] από κοινού με κάποιον («συνεξετάζοντες πάσας τὰς ἐκδόσεις ἀλλήλαις», Ωριγ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξετάζω]] [[κάτι]] παράλληλα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οι συνεξεταζόμενοι</i><br />αυτοί που εξετάζονται [[μαζί]] σε μια [[άσκηση]] γνώσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνεξετάζομαι</i><br />[[αμιλλώμαι]] [[προς]] κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οἱ συνεξεταζόμενοι [[μετά]] τινος» — αυτοί που ανήκουν στην [[ίδια]] [[παράταξη]] με άλλους, οι οπαδοί κάποιου (<b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξετάζω Medium diacritics: συνεξετάζω Low diacritics: συνεξετάζω Capitals: ΣΥΝΕΞΕΤΑΖΩ
Transliteration A: synexetázō Transliteration B: synexetazō Transliteration C: syneksetazo Beta Code: suneceta/zw

English (LSJ)

   A search out and examine along with or together, Pl.Lg.900d, Ph.2.197, Iamb.Comm. Math.14:—Pass., to be reckoned with or among, οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος or τινι his party or adherents, D.21.127,190, cf. Luc.Pr. Im.15; but also συνεξετάζεσθαί τινι measure oneself with one, rival him, Alciphr.3.54.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξετάζω: ἐξετάζω, ἐρευνῶ ὁμοῦ μετά τινος, Πλάτ. Νόμ. 900D ― Παθ., οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος ἢ τινι, οἱ τῆς αὐτῆς μερίδος, οἱ ὀπαδοὶ αὐτοῦ, Δημ. 556. 16., 576. 12, πρβλ. Λουκ. Εἰκόν. 15· ― ὡσαύτως, συνεξετάζομαί τινι, ἐξετάζομαι ὁμοῦ μετά τινος, μετροῦμαι πρός τινα, ἁμιλλῶμαι πρός τινα, Ἀντιφῶν 3. 54.

French (Bailly abrégé)

I. rechercher ou examiner ensemble;
II. Pass. 1 se faire rechercher ou poursuivre en justice avec, τινι;
2 être mis au rang de, être du parti de, τινι;
3 se comparer à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐξετάζω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
ερευνώ από κοινού με κάποιον («συνεξετάζοντες πάσας τὰς ἐκδόσεις ἀλλήλαις», Ωριγ.)
νεοελλ.
1. εξετάζω κάτι παράλληλα με κάτι άλλο
2. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) οι συνεξεταζόμενοι
αυτοί που εξετάζονται μαζί σε μια άσκηση γνώσεων
αρχ.
1. μέσ. συνεξετάζομαι
αμιλλώμαι προς κάποιον
2. φρ. «οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος» — αυτοί που ανήκουν στην ίδια παράταξη με άλλους, οι οπαδοί κάποιου (Δημοσθ.).

Greek Monotonic

συνεξετάζω: μέλ. -σω, διερευνώ ή εξετάζω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Πλάτ. — Παθ., οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος ή τινι, πολιτική φατρία του, μέλη της πολιτικής του παράταξης, οπαδοί του, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

συνεξετάζω: 1) совместно разыскивать, вместе разбирать Plat.: συνεξετάζεσθαί τινι ἐπὶ τῆς δίκης Luc. судиться с кем-л.;
2) pass. быть причисляемым: οἱ συνεξεταζόμενοί τινι или μετά τινος Dem. чьи-л. приверженцы.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εξετάζω act. samen grondig onderzoeken. Plat. Lg. 900d. med.-pass. er blijk van geven samen te zijn met, duidelijk blijken te horen bij, met μετά + gen.: τοὺς συνεξεταζομένους μετὰ τούτου degenen die er duidelijk blijk van geven tot dezelfde groep te behoren als deze man, d.w.z. de partijgenoten van deze man Dem. 21.127.