ἄρθρον: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(1b) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄρθρον:''' τό<b class="num">1)</b> член тела (συνάπτειν [[ἄρθρον]] ἄρθρῳ Plat.; ἄρθρα χειρός Arst.): ποδός ἄ. Soph. нога; ἄρθρα τῶν κύκλων Soph. глаза; ἄρθρα στόματος Eur. уста;<br /><b class="num">2)</b> сочленение, сустав (ὁ [[ἀστράγαλος]] ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Her.);<br /><b class="num">3)</b> орган (φωνῆς Arst.);<br /><b class="num">4)</b> pl. половые органы Her., Arst.;<br /><b class="num">5)</b> грам. (тж. ἄ. προτακτικόν Arst.) грамматический член;<br /><b class="num">6)</b> грам. «незнаменательное», т. е. служебное слово (φωνὴ [[ἄσημος]] Arst.), т. е. предлог (напр. περί), вводное слово (напр. [[φημί]]) и т. п.: ἄ. ὑποτακτικόν подчинительное слово. | |elrutext='''ἄρθρον:''' τό<b class="num">1)</b> член тела (συνάπτειν [[ἄρθρον]] ἄρθρῳ Plat.; ἄρθρα χειρός Arst.): ποδός ἄ. Soph. нога; ἄρθρα τῶν κύκλων Soph. глаза; ἄρθρα στόματος Eur. уста;<br /><b class="num">2)</b> сочленение, сустав (ὁ [[ἀστράγαλος]] ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Her.);<br /><b class="num">3)</b> орган (φωνῆς Arst.);<br /><b class="num">4)</b> pl. половые органы Her., Arst.;<br /><b class="num">5)</b> грам. (тж. ἄ. προτακτικόν Arst.) грамматический член;<br /><b class="num">6)</b> грам. «незнаменательное», т. е. служебное слово (φωνὴ [[ἄσημος]] Arst.), т. е. предлог (напр. περί), вводное слово (напр. [[φημί]]) и т. п.: ἄ. ὑποτακτικόν подчинительное слово. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: [[ἀραρίσκω]] | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 2 January 2019
English (LSJ)
τό, (ἀραρίσκω)
A joint, Emp.17.22, etc.; ἄρθρων πόνοι Hp. Aph.3.31, al.; ἅπαν κατ' ἄρθρον S.Tr.769; κρᾶτα καὶ ἄρθρα the head and joints of the neck, Id.Ph.1208 (lyr., codd.); esp. the socket of the ankle-joint, ὁ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄ. Hdt.3.129; in Hp.Art. I, al., ball of a joint, opp. socket (κοτύλη), cf. Gal.18(2).487 (but socket in Hp.Loc.Hom.6); μάρψας ποδός νιν ἄρθρον ᾗ λυγίζεται S.Tr.779, cf. Ph.1202 (lyr.). 2 generally, of limbs, etc., esp. in pl., ἄ. ποδοῖν the ankles, Id.OT718, cf. 1032; of the legs, βραδύπουν ἤλυσιν ἄρθρων προτιθεῖσα E.Hec.67 (lyr.); ἄ. τῶν κύκλων eyes, S.OT1270; ἄ. στόματος the mouth, E.Cyc.625; θέναρ διῃρημένον ἄρθροις lines, Arist.HA493b33; τὰ ἄ. alone, genitals, Hdt.3.87, 4.2, Arist.HA504b23, al; τὰ ἐντὸς ἄ. the internal organs, Mnesith. ap. Orib.8.38.7: metaph., ἄ. τᾶν φρενῶν Epich.250: in sg., ἄρθρον τῆς φωνῆς vocal articulation, Arist.HA536a3. II Gramm., connecting word, Id.Po.1457a6; esp. of the article, Id.Rh.Al.1435a35, Chrysipp.Stoic.2.45, D.H.Th.37, al.
German (Pape)
[Seite 350] (ἄρω), τό, das An-, Eingefügte, Gelenk, Glied, ποδός Soph. Phil. 1187; κύκλων, Augen, O. R. 1270; προσπτύσσεται χιτὼν ἅπαν κατ' ἄρθρον Tr. 766; ὁ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Her. 3, 129; Plat. Tim. 75 d u. Folgde; τὰ ἄρθρα, Zeugungsglieder der Stuten, Her. 3, 87. 4, 2. – Bei Gramm. der Artikel.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 jointure, articulation ; ποδὸς ἄρθρα SOPH le pied ; ἄρθρα τῶν κύκλων SOPH les yeux ; abs. les parties sexuelles;
2 t. de gramm. l’article.
Étymologie: ἀραρίσκω.
Spanish (DGE)
-ου, τό
I 1articulación gener. ἄρθρων πόνοι Hp.Aph.3.31, en concr. ὤμου ἄ. Hp.Art.1, περὶ ἄρθρων tít. de una obra de Hp., Hp.Art., de las vértebras del cuello κρᾶτα ... καὶ ἄρθρα S.Ph.1207, ἄ. χειρὸς καὶ βραχίονος καρπός Arist.HA 494a2, ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Hdt.3.129, μάρψας ποδός νιν ἄρθρον ᾗ λογίζεται S.Tr.779
•de las líneas de la mano θέναρ ... διῃρημένον ἄρθροις Arist.HA 493b33.
2 miembro esp. en plu., Hp.Art.10, (Φιλότης) ἥτις καὶ θνητοῖσι νομίζεται ἔμφυτος ἄρθροις Emp.B 17.22, ἅπαν κατ' ἄρθρον en todo el cuerpo S.Tr.769
•de miembros particulares: pies βραδύπουν ἤλυσιν ἄρθρων προτιθεῖσα E.Hec.67, genitales μοιχὸς ἐάλω ποτέ ... ἄρθρα ἐν ἄρθροις ἔχων Sol.Lg.28c, τὰ ἄρθρα Hdt.3.87, cf. Hsch., órganos internos τὰ ἔντος ἄρθρα Mnesith.Ath.51.29
•en formas perifr. ἄρθρα τῶν ... κύκλων ojos S.OT 1270, ποδῶν ... ἄρθρα pies S.OT 1032, ἄ. στόματος boca E.Cyc.625, ἄρθρα ταῦτα τᾶν φρενῶν (e.e. φρένες) Epich.240, τὰ ἄρθρα τῆς καρδίας el corazón LXX Ib.17.11.
II 1en el plano lingüístico ἄρθρον τῆς φωνῆς lenguaje articulado Arist.HA 536a3
•parte de la oración Phld.Rh.1.185.20.
2 gram. palabra de unión (artículo, αὐτός, preposiciones, etc.) Arist.Po.1457a6, D.T.634.5
•de ahí artículo Anaximen.Rh.1435a35, A.D.Synt.331.19, Chrysipp.Stoic.2.45, Demetr.Eloc.23, Plu.2.372d, Aristid.Quint.78.29
•ἄρθρα δεικτικά pronombres A.D.Pron.5.19.
• Etimología: De *ar- < *H2er- ‘ajustar’; *H2er-dhro-, v. ἀραρίσκω.
Greek Monotonic
ἄρθρον: τό (*ἄρω), αρμός, άρθρωση, σε Σοφ.· ιδίως η άρθρωση του ποδιού, σε Ηρόδ., Σοφ.· σε πληθ. με μια άλλη λέξη, ἄρθρα ποδοῖν, αστράγαλοι, στον ίδ.· ἄρθρων ἤλυσις, πόδια, κνήμες, σε Ευρ.· ἄρθρα τῶν κύκλων, μάτια, σε Σοφ.· ἄρθρα στόματος, στόμα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄρθρον: τό1) член тела (συνάπτειν ἄρθρον ἄρθρῳ Plat.; ἄρθρα χειρός Arst.): ποδός ἄ. Soph. нога; ἄρθρα τῶν κύκλων Soph. глаза; ἄρθρα στόματος Eur. уста;
2) сочленение, сустав (ὁ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Her.);
3) орган (φωνῆς Arst.);
4) pl. половые органы Her., Arst.;
5) грам. (тж. ἄ. προτακτικόν Arst.) грамматический член;
6) грам. «незнаменательное», т. е. служебное слово (φωνὴ ἄσημος Arst.), т. е. предлог (напр. περί), вводное слово (напр. φημί) и т. п.: ἄ. ὑποτακτικόν подчинительное слово.
Frisk Etymological English
See also: ἀραρίσκω