κλόνις: Difference between revisions
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
(20) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλόνις]], -ιος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[ιερό]] [[οστό]]<br /><b>2.</b> η [[κοιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>klou</i>-<i>ni</i> «[[ισχίο]], [[γλουτός]]» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>śroni</i>, το αβεστ. <i>sraoniš</i>, το λατ. <i>clunis</i>, το ιρλδ. <i>cluain</i> και το λιθουαν. <i>šlaunis</i>. Πρόβλημα, [[ωστόσο]], παρουσιάζει ο [[φωνηεντισμός]] <i>κλον</i>-, που ερμηνεύεται ως [[αποτέλεσμα]] παρετυμολογικής συνδέσεως με το [[κλόνος]]. | |mltxt=[[κλόνις]], -ιος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[ιερό]] [[οστό]]<br /><b>2.</b> η [[κοιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>klou</i>-<i>ni</i> «[[ισχίο]], [[γλουτός]]» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>śroni</i>, το αβεστ. <i>sraoniš</i>, το λατ. <i>clunis</i>, το ιρλδ. <i>cluain</i> και το λιθουαν. <i>šlaunis</i>. Πρόβλημα, [[ωστόσο]], παρουσιάζει ο [[φωνηεντισμός]] <i>κλον</i>-, που ερμηνεύεται ως [[αποτέλεσμα]] παρετυμολογικής συνδέσεως με το [[κλόνος]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=-ιος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: [[haunch]] (Antim. 65);<br />Derivatives: <b class="b3">κλόνιον ἰσχίον</b>, <b class="b3">ῥάχις</b>, <b class="b3">ὀσφύς</b> and <b class="b3">κλονιστήρ παραμήριος μάχαιρα</b>, <b class="b3">παρίσχιον</b> H. (cf. Lat. <b class="b2">clūnāc(u)lum</b> <b class="b2">cultrum sanguinarium ..., quia ad clunes dependet</b> Paul Fest. 50).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: The wordt resembles an old IE. word for [[buttock]], [[hip]]: Skt. <b class="b2">śróṇi-</b>, Lat. [[clūnis]], Celt., e. g. Welsh [[clun]], OWNo. [[hlaun]], Balt., e. g. Lith. <b class="b2">šlaunìs</b>, IE. <b class="b2">*ḱlounis</b>. As however <b class="b3">κλόνις</b> cannot be combined with this (attempts mentioned in Bq and rejected), the word may have been folketymologically adapted to <b class="b3">κλόνος</b> (sch. A. Pr. 499 <b class="b3">ἀφ</b><b class="b3">οὗ καὶ κλόνις ὀνομάζεται διὰ τὸ ἀεικίνητον</b>, scil. <b class="b3">ὀσφύς</b>) (Brugmann, e. g. MU 3, 20, Schulze Q. 105 A. 1, Schwyzer 38 n. 1; doubts in Pok. 608; also Specht Ursprung 162 with a morphologically improbable analysis). Diff., not better, Petersson IF 35, 269ff. (against it Kretschmer Glotta 9, 233), Holthausen IF 62, 157. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:18, 3 January 2019
English (LSJ)
ιος, ἡ,
A os sacrum, Antim.65: κλόνιον, τό, = ἰσχίον, ῥάχις, ὀσφύς, Hsch.: κλονιστήρ, ὁ, = παραμήριος μάχαιρα, παρίσχιον, Id. (Cf. Skt. śróṇis 'haunch', Lat. clūnis.)
German (Pape)
[Seite 1456] εως, ἡ, das Heiligen- od. Steißbein, os lumbare, Antim. 59 bei Poll. 2, 178.
Greek (Liddell-Scott)
κλόνις: -ιος, ἡ, = ῥάχις, Ἀντίμαχος παρὰ Πολυδ. Β΄, 178· κλόνιον, τό, = ἰσχίον, Ἡσύχ.· κλονιστήρ, ὁ, = παραμήριος μάχαιρα ὁ αὐτ. (Πρβλ. Σανσκρ. ←rôn-is, Λατ. clunis, clunaclum = κλονιστήρ).
Greek Monolingual
κλόνις, -ιος, ἡ (Α)
1. το ιερό οστό
2. η κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα klou-ni «ισχίο, γλουτός» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. śroni, το αβεστ. sraoniš, το λατ. clunis, το ιρλδ. cluain και το λιθουαν. šlaunis. Πρόβλημα, ωστόσο, παρουσιάζει ο φωνηεντισμός κλον-, που ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα παρετυμολογικής συνδέσεως με το κλόνος.
Frisk Etymological English
-ιος
Grammatical information: f.
Meaning: haunch (Antim. 65);
Derivatives: κλόνιον ἰσχίον, ῥάχις, ὀσφύς and κλονιστήρ παραμήριος μάχαιρα, παρίσχιον H. (cf. Lat. clūnāc(u)lum cultrum sanguinarium ..., quia ad clunes dependet Paul Fest. 50).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The wordt resembles an old IE. word for buttock, hip: Skt. śróṇi-, Lat. clūnis, Celt., e. g. Welsh clun, OWNo. hlaun, Balt., e. g. Lith. šlaunìs, IE. *ḱlounis. As however κλόνις cannot be combined with this (attempts mentioned in Bq and rejected), the word may have been folketymologically adapted to κλόνος (sch. A. Pr. 499 ἀφοὗ καὶ κλόνις ὀνομάζεται διὰ τὸ ἀεικίνητον, scil. ὀσφύς) (Brugmann, e. g. MU 3, 20, Schulze Q. 105 A. 1, Schwyzer 38 n. 1; doubts in Pok. 608; also Specht Ursprung 162 with a morphologically improbable analysis). Diff., not better, Petersson IF 35, 269ff. (against it Kretschmer Glotta 9, 233), Holthausen IF 62, 157.