πρώξ: Difference between revisions
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
(nl) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πρώξ -ωκός, ἡ [~ πρόξ] dauwdruppel, alleen plur. | |elnltext=πρώξ -ωκός, ἡ [~ πρόξ] dauwdruppel, alleen plur. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=πρωκός<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: [[dewdrop]] (Theoc., Call.).<br />Other forms: only pl. <b class="b3">πρῶκες</b>.<br />Origin: IE [Indo-European] [820] *proḱ- [[drop]] (spotted).<br />Etymology: Formation like <b class="b3">κλώψ</b>, <b class="b3">ῥῶπες</b>, <b class="b3">τρώξ</b> a. o. (s. Chantraine Form. 2, Schwyzer 424); so prob. prop. a nom. agentis "the dripper, the sprinkler" from a lost verb for [[sprinkle]], which left traces in several derived adj., s. <b class="b3">περκνός</b>. On the meaning [[sprinkle]] : [[drop]] cf. esp. Skt. <b class="b2">pŕ̥ṣan-</b> [[spotted]], [[speckled]], <b class="b2">pr̥ṣatá-</b> m. <b class="b2">spotted gazelle</b> (Ved.), <b class="b2">drop of water</b> (ep. class.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 3 January 2019
English (LSJ)
ἡ, gen. πρωκός,
A dewdrop, only pl., πρῶκας σιτίσδεται ὥσπερ ὁ τέττιξ Theoc.4.16, cf. Call.Ap.41, Hsch.
German (Pape)
[Seite 803] ἡ, gen. πρωκός, Tropfen; Csilim. Apoll. 41; πρῶκας σιτίσδεται ὥςπερ ὁ τέττιξ, Theocr. 4, 16. Nach den Alten von πρωΐ, eigtl. Thautropfen.
Greek (Liddell-Scott)
πρώξ: ἡ, γεν. πρωκός, σταγὼν δρόσου· ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ πληθ., πρῶκας σιτίσδεται ὥσπερ ὁ τέττιξ Θεόκρ. 4. 16, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 40. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πρῶκες, σταγόνες, ψεκάδες, σταλαγμοί».
Greek Monolingual
-ωκός, ἡ, Α
1. σταγόνα δροσιάς, δροσοσταλίδα
2. στον πληθ. αἱ πρῶκες
οι σταγόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρώξ ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα pr- (πρβλ. πρόξ) της ρίζας perk- «μελανόστικτος, παρδαλός» (για τη σημ. της ρίζας βλ. λ. περκνός) με φωνηεντισμό -ō- της εκτεταμένης ετεροιωμένης βαθμίδας (πρβλ. θώψ, κλώψ, ῥώξ, τρώξ) και αποτελεί πιθ. παρ. ενός αμάρτυρου ρ. με σημ. «στάζω, στίζω» (για τη σημ. αυτή πρβλ. αρχ. ινδ. pŕsan- «στικτός», prsata- «σταγόνα νερού»)].
Greek Monotonic
πρώξ: ἡ, γεν. πρωκός, σταγόνα δροσιάς, δροσοσταλίδα, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
πρώξ: πρωκός ἡ (только pl.) капля росы, росинка Theocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρώξ -ωκός, ἡ [~ πρόξ] dauwdruppel, alleen plur.
Frisk Etymological English
πρωκός
Grammatical information: f.
Meaning: dewdrop (Theoc., Call.).
Other forms: only pl. πρῶκες.
Origin: IE [Indo-European] [820] *proḱ- drop (spotted).
Etymology: Formation like κλώψ, ῥῶπες, τρώξ a. o. (s. Chantraine Form. 2, Schwyzer 424); so prob. prop. a nom. agentis "the dripper, the sprinkler" from a lost verb for sprinkle, which left traces in several derived adj., s. περκνός. On the meaning sprinkle : drop cf. esp. Skt. pŕ̥ṣan- spotted, speckled, pr̥ṣatá- m. spotted gazelle (Ved.), drop of water (ep. class.).