ἰδιωτισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(2b)
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἰδιωτισμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> простой образ жизни, жизнь простонародья Sext.;<br /><b class="num">2)</b> язык простонародья, разговорный язык, просторечие Diog. L.
|elrutext='''ἰδιωτισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> простой образ жизни, жизнь простонародья Sext.;<br /><b class="num">2)</b> язык простонародья, разговорный язык, просторечие Diog. L.
}}
}}

Revision as of 20:31, 4 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐωτισμός Medium diacritics: ἰδιωτισμός Low diacritics: ιδιωτισμός Capitals: ΙΔΙΩΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: idiōtismós Transliteration B: idiōtismos Transliteration C: idiotismos Beta Code: i)diwtismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A way or fashion of a common person, Epict.Ench.33.6, S.E.M.1.67, Dam.Isid.223; in language, homely, vulgar phrase, Phld.Po.2.71, Longin.31.1, D.L.7.59.    2 Rhet., argumentum ad hominem, usu. in the form of a hypothetical question, Rufin.Fig.10.

German (Pape)

[Seite 1238] ὁ, das Leben u. bes. die Sprechweise des gemeinen Mannes, Sp., wie Longin. 31 S. Emp. adv. gramm. 67.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιωτισμός: ὁ, τρόπος ἰδιώτου, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 67· ὡς πρὸς τὴν γλῶσσαν, κοινὸν ἢ χυδαῖον ἰδίωμα, Λογγῖνος 31, Διογ. Λ. 7. 59. ΙΙ. ἰδιωτικὴ ζωή, Βυζ.· ἰδιωτικὴ συνομιλία, Ἰούλιος Ρουφινιανός (Jul. Rufin. de Fig. σ. 203).

Greek Monolingual

ο (Α ἰδιωτισμός)
νεοελλ.
ιδιάζουσα φράση με ξεχωριστή σημασία (α. «όλα κι όλα» β. «το 'βαλε στα πόδια»)
αρχ.
1. ο τρόπος του ιδιώτη
2. κοινό λαϊκό ιδίωμα
3. (ρητ.) επιχείρημα που βγαίνει από την κοινή λογική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιώτης. Η λ. χρησιμοποιείται στις ευρωπ. γλώσσες (πρβλ. αγγλ. idiotism, γαλλ. idiotisme) τόσο με τη σημ. «ιδιάζουσα φράση, της οποίας η σημ. δεν αντιστοιχεί στις σημασίες τών συστατικών της» όσο και με τη σημ. «διαλεκτικός τ. ή φράση, ιδιωματισμός»].

Russian (Dvoretsky)

ἰδιωτισμός:
1) простой образ жизни, жизнь простонародья Sext.;
2) язык простонародья, разговорный язык, просторечие Diog. L.